Γεύσεις και αρώματα μιας άλλης εποχής
Μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη - Μπαζάκη
Η γειτονιά μοσχοβολάει λεμόνι, νεράντζι, περγαμόντο, ρόδο… Οι μυρωδιές από τους καρπούς και τα άνθη της ανδριακής γης πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα. Στο σπίτι απ’ όπου ξεχύνονται τα αρώματα, τα καζάνια πάνω στην τεράστια στόφα αχνίζουν αναδύοντας τις μοσχοβολιές. Και στο τετράγωνο τραπέζι που κυριαρχεί στην κουζίνα, οι ολόφρεσκοι καρποί και τα μυρωδάτα άνθη, που φτάνουν σε πανέρια από επιλεγμένα χτήματα του νησιού, περιμένουν τη σειρά τους για να μεταβληθούν με περίσσεια αγάπη και πολύ μεράκι στα περίφημα «Γλυκά Σταματίου Κατσιώτη». Οι εικόνες μας έρχονται από άλλες εποχές, πάνω από μισός αιώνας μας χωρίζει από το τέλος αυτού του δημιουργικού κύκλου που κράτησε πολλές δεκαετίες και η διαδικασία ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη – Μπαζάκη της μικρότερης κόρης του Σταμάτη Κατσιώτη.
(από το προσωπικό αρχείο της εγγονής του Στ. Κατσιώτη, Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Συναντηθήκαμε καλοκαίρι στο φιλόξενο σπίτι της στην Άνδρο. Με καφεδάκι, γευστικότατα γλυκά ανάλογα της οικογενειακής φήμης, οι αναμνήσεις της άρχισαν να ξεδιπλώνονται και η γλαφυρή αφήγηση της με μετατόπισε χρονικά σε μια άλλη εποχή. Και άρχισαν να προβάλλονται ολοζώντανα τα ‘’πλάνα’’ από την προετοιμασία και παρασκευή των γλυκών ή από το καφενείο του Κατσιώτη με το καφεδάκι να μοσχοβολάει, τους θαμώνες να απολαμβάνουν τον ναργιλέ, να αφηγούνται ιστορίες από τη θαλασσινή ζωή τους ή να τσακώνονται για τα πολιτικά …
«Είχανε, έφτιαχναν και άλλοι εδώ γλυκά. Αλλά τα δικά μας ήταν εξαιρετικά… με αγνή ζάχαρη, λεμόνια άφθονα στο σορόπι. Όλων των λογιών, τι να σου πω! Το άσπρο που κάνανε, τη ‘’βανίλια’’ που λένε, μαστίχα, τριαντάφυλλο... Και να φανταστείς ότι ήταν αυτοδίδακτος ο πατέρας μου. Δεν είχε σπουδάσει τίποτα. Αγράμματος ήταν. Μάλιστα όταν πήγε μετανάστης στην Αμερική, δεν μπορούσε να γράψει ένα γράμμα να συνεννοηθεί με τη μητέρα μου και έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Άνδρο. Έρχεται εδώ, μείναν εδώ και άρχισαν να συνεργάζονται να φτιάχνουν τα γλυκά… ».
Η ετικέτα στις συσκευασίες των γλυκών Κατσιώτη
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Τα γλυκά γρήγορα απέκτησαν φήμη έξω από τα στενά όρια του νησιού…
«Μέχρι την Ιαπωνία φτάνανε τα γλυκά! Το άνθος, το νεραντζάκι, το περγαμόντο και το καρυδάκι, ιδιαίτερα αυτά, ήταν πολύ ξακουσμένα»…
Και βραβεύτηκαν…
«Τρία βραβεία, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ποιος τον είχε εμπνεύσει να στείλει στη Θεσσαλονίκη τα γλυκά, δεν ξέρω. Μετά έπαιρνε βραβείο κάθε χρόνο… Σαν τώρα θυμάμαι τη στόφα με τα καζάνια, κάτω στην κουζίνα που ήταν το συνεργείο, οι γυναίκες που βοηθούσανε. Εθελόντριες ερχότανε. Από αγάπη. Όλη η γειτονιά ερχότανε. Τώρα δεν υπάρχει πια γειτονιά… Θυμάμαι ερχότανε τα παιδιά να πάρουν τις λεμονόκουπες, τότε τις πετούσαν κάτω στην Αγία Θαλασσινή. Τα σκουπίδια τότε τα πετούσαν τα παιδιά. Αργότερα, περνούσε άνθρωπος με ένα γαϊδουράκι και τα μάζευε. Και η μαμά μου, τη θυμάμαι που τους έδινε γλυκά να τα ταΐσει. Ερχότανε πολύς κόσμος, ήταν το σπίτι, μοναστήρι! Είχαμε τρία πολύ μεγάλα καζάνια και κατέβαινε ο πατέρας μου όταν τα βγάζανε από τη φωτιά, να βοηθήσει, για το βάρος. Η μαμά ήταν στο δέσιμο, το λεύκασμα».
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ. 305, 19/11/1932
(αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης Άνδρου)
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ.238, 13/6/1931 φ. 333, 1/7/1933
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ.475, 19/9/1936 φ. 516, 21/8/1937
Στο τετράγωνο τραπέζι απλώνονταν οι μυρωδάτοι καρποί φρεσκομαζεμένοι από τα περιβόλια των γύρω χωριών. Οι προμηθευτές, εξειδικευμένοι…
«Ένας μας προμήθευε το κάθε φρούτο. Παίρναμε από όλα τα χωριά, περγαμόντα, νεραντζάκια, καρυδάκια. Αυτός που είχε τα γλυκά, ωραία περγαμόντα και τα νεράντζια, έμενε στα Υψηλού. Λογοθέτης λεγόταν. Κάτι περγαμόντα, μεγάλα, ένας αφρός ήτανε μέσα στο στόμα. Μας προμήθευαν και από άλλα χωριά, αλλά αυτά ήταν τα εκλεκτά. Μάλιστα κρατούσαμε σε βιβλίο πόσα μας έφερνε κάθε μέρα. Η αδελφή μου η Κούλα ήταν η ταμίας! Καρυδάκια παίρναμε από την Παλιόπολη, εξαιρετικά καρυδάκια από τον Πιτροφό... Το τριαντάφυλλο, το ρόδο, μας το φέρνανε κυρίως από τα Λάμυρα και το Συνετί. Θυμάμαι το ρίχνανε στο τετράγωνο τραπέζι και μοσχοβόλαγε! Συνήθως είχε μέσα ζήνες. Εμείς λοιπόν τότε παιδάκια, τις παίρναμε, ανοίγαμε το σπιρτόκουτο τις βάζαμε μέσα, τους βάζαμε και ζάχαρη να τρώνε. Αλλά μετά, τις δέναμε και τις γυρίζαμε γύρω-γύρω…. Παιδιά τώρα… Καμιά φορά είχε και στο άνθος της λεμονιάς. Αυτό μας το φέρνανε από τη Μεσσαριά. Ευαίσθητο πολύ το άνθος. Το μαζεύανε πρωί – πρωί και έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Δεν το πλένανε, αυτό το ζωματάνε, Έπρεπε να βραστεί, με πολύ λεμόνι. Το έβαζε, η μαμά μου ήταν η τεχνίτρα, μέσα σε πήλινες λεκάνες με πολύ λεμόνι να ασπρίσει, να μείνει άσπρο. Η ζάχαρη έπρεπε να μην έχει βράσει πολύ για να μη στρίψει το πέταλο όταν τόριχνε. Δηλαδή από λεμόνι και πάλι σε λεμόνι, ο λεμονανθός… Μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά!
Το πιο δύσκολο γλυκό ήταν η μαστίχα, ήθελε πολύ χρόνο… Το έβγαζε από τα μεγάλα καζάνια, το έβαζε σε μικρότερα. Δεν ήθελε δυνατή φωτιά.
Τις ζάχαρες, τις έπαιρναν από το μαγαζί του Γασπαρή και τις βάζανε σε ένα πατάρι που είχαμε. Και βέβαια τις πληρώνανε με λίρες. Δίνανε λίρες τότε και παίρναν ζάχαρες.
Και σε όλα τα γλυκά πολύ λεμόνι, να μη ζαχαρώσουν. Με τα τσουβάλια μας τα φέρνανε τα λεμόνια. Με τσουβάλια μας φέρνανε και τους ντενεκέδες για να μπουν τα γλυκά. Τους παίρναμε από την Αθήνα και μας τους φέρνανε οι ταχυδρόμοι. Οι ντενεκέδες θα πλενότανε καλά, θα σαπουνιζότανε, μετά μέσα στα πανέρια με βρεγμένο πανί, στη συνέχεια θα σκουπιζότανε με στεγνό πανί και μετά στον ήλιο, πάνω, να στεγνώσουν καλά… Να είναι τελείως στεγνοί, να μην έχει καθόλου υγρασία, να μην χαλάσει το γλυκό. Και θυμάμαι, μου έλεγαν εμένα, που ήμουνα μικρή και ανεβοκατέβαινα πολύ πιο εύκολα τις σκάλες, ‘’πήγαινε εκεί τους ντενεκέδες, να στεγνώσουν’’… και έλεγα ‘’μα γιατί να στεγνώσουν αυτοί οι ντενεκέδες; Αφού τους σκουπίσαμε, τους ξανασκουπίσαμε!’’
Η μαμά μου ήταν στο δέσιμο, να τα λευκάνει, να τα ετοιμάσει. Και βέβαια είχε το κουμάντο. Ο πατέρας μου ήταν πάνω στο καφενείο. Και ερχόταν να τη βοηθήσει. Είχανε μεγάλη συνεργασία οι γονείς μου. Ποτέ δεν έτρωγε μόνη της ή με μας. Πέντε παιδιά είχε, συν δυο παιδιά προσωπικό στο καφενείο που μένανε στο σπίτι. Πρώτα θα ερχόταν να φάνε τα παιδιά αυτά και μετά ο πατέρας μου. Τον περίμενε η μαμά. Μεγάλη που ήμουν, της έλεγα ‘’μα δεν πας χριστιανή μου να φας; Τι περιμένεις; Θα αργήσει στο μαγαζί’’. ‘’Όχι, όχι! Περιμένω τον πατέρα σου!’’».
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Στο καφενείο, μαρμάρινα τα τραπεζάκια, οι γυάλες με τα γλυκά πάνω στο ράφι ακριβώς απέναντι στην πόρτα, η μυρωδιά του καφέ που καβουρντιζότανε στο μεγάλο καβουρντιστήρι και αργοψηνότανε στη χόβολη ή του μεζέ που ετοιμαζότανε για να συνοδεύσει το ουζάκι. Και πολλή κουβέντα…
«Η μαμά και ο μπαμπάς καβούρντιζαν τον καφέ. Με το τσουβάλι παίρνανε τους κόκκους. Και το αλέθανε τα παιδιά στο μαγαζί. Μαζευόταν οι άρχοντες με τους ναργιλέδες και συζητούσαν τα ανδριώτικα. Θυμάμαι μόλις πήγαινα, άφηνα την πόρτα ανοιχτή και μούλεγε ‘’Δέσποινα κλείσε την πόρτα’’. Εγώ, επίτηδες την άφηνα την πόρτα. Ξανάμπαινα, ξανάβγαινα, για να ανοίγω την πόρτα.
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Άλλος έλεγε ‘’πάρτε λεφτά’’. Και είχε στον μπεζαχτά κέρματα να πάρουμε να πάμε σινεμά… ‘’Να μη σας βλέπει ο πατέρας σας, να σας παντρέψει, να φύγετε από την μέση’’ μας έλεγαν... Είχανε χιούμορ.
Το καλοκαίρι για μένα ήτανε η ώρα, έντεκα η ώρα, που θα πήγαινα τις πατάτες για τα ουζάκια που έδινε. Είχε το καλύτερο ουζάκι. Χταπόδια από την Πάρο του φέρνανε, τα έψηνε στα κάρβουνα. Οι φίλες μου λέγανε στον περίπατο, ‘’στο χαρτί μέσα το χταποδάκι, να φάμε’’. Και εγώ κλάμα γιατί δεν θα πήγαινα στο μπάνιο, η ώρα 11, να πάω τις πατάτες. Άσε που δεν μας άφηναν και μόνες μας να πάμε. Παλιά μυαλά. Στη θάλασσα να πάμε μόνες μας; Με κάποια θεία, με κάποιον γιατί η μαμά δεν μπορούσε ποτέ να μας πάει με τη δουλειά. Και η ώρα οκτώ, φώναζε ο πατέρας μου από το παράθυρο, από το μαγαζί, ‘’Δέσποινα ώρα για το σπίτι’’. Στις οκτώ το καλοκαίρι, να μπούμε μέσα… και τώρα ξενυχτάνε όλη νύχτα… λέω πώς αλλάξανε τα πράγματα, όλα! Μύριες στροφές».
Μαθήτρια της Δ’ Δημοτικού η Δέσποινα Κατσιώτη όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Οι μνήμες παραμένουν ζωντανές.
«Μας πήρε ο μπαμπάς μου, μας πήγε στο Απροβάτου. Είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί και μας πήγε για να έχουμε να πίνουμε γάλα και να τρώμε. Η αδελφή μου η Κούλα, ο αδελφός μου, του ’30 γεννηθείς, δεν θέλανε να μένουν εκεί. Δεν είχε φως, τίποτα. Μένανε εδώ. Εγώ, η μαμά και η Αθηνά μέναμε εκεί και ερχόταν ο μπαμπάς με τα πόδια, με μουλάρι, να μας δει.
Όταν λοιπόν τελείωσε και ήρθαμε στη Χώρα μέσα, πάνω στου Βογιατζίδη εκεί ήτανε οι Ιταλοί που είχανε το αρχηγείο, φοβηθήκαμε μείς, έτσι με τα μουλάρια όπως ήτανε αυτοί, ήρθαμε εδώ στο σπίτι. Και μετά όταν χτυπήσανε οι Γερμανοί φύγαμε και πήγαμε προς τα Υψηλού. Το βράδυ αυτό βομβαρδίζαν του Ματζαβελάκη. Και μετά μας φέρνει σε ένα υπόγειο κάτω, όλη η γειτονιά εδώ και ήμασταν όλοι εκεί κάτω. Κάψανε τα Εμπειρικέικα όλα εδώ και εμείς κάτω εκεί στο υπόγειο, καρβουναποθήκη δηλαδή. Να σωθούμε! Πέφτανε οβίδες στο σπίτι μας… είχε εκεί ένα τετράγωνο φεγγίτη, έτσι να φωτίζει. Εκεί έκανε τη ζημιά και σε ένα δωμάτιο είχε περάσει η σφαίρα. Από εκεί και ύστερα φοβόμαστε. Ούτε φως να ανάψουμε, ούτε τίποτα. Τίποτα. Ο πατέρας μου πήγαινε στα χωριά. Μας έφερνε δεν στερηθήκαμε. Πουλήσανε τα πράγματα, ό,τι είχε... Η μητέρα μου τα μαλαματικά όλα, για να πάρουν σύκα για φαγητό.
Γυρίζανε στα χωριά να μας φέρουν φαγητό, στη Βουρκωτή για να βρουν λάδι, σύκα… κρυφά...
Το καφενείο πάντως ήταν ανοιχτό στην κατοχή…
Τι με πείραξε πιο πολύ, με την κήρυξη του πολέμου; Που φύγαμε από το σχολείο. Μετά φοβήθηκα να πάω να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Τότε δίναμε εξετάσεις για το γυμνάσιο, στην Δ’ Δημοτικού. Είπαν, ήταν δύσκολα... Έλεγε η μαντάμ, ‘’κυρία Κατσιώτου δεν αδικηθήκανε τα κορίτσια σας. Έχετε επιχείρηση μεγάλη’’. Εμείς όμως αγαπούσαμε πολύ τα γράμματα και το σχολειό.
Ήταν και η εποχή. Τα αγόρια τα φροντίζαν πολύ... Λίγες ήταν οι οικογένειες, αρκετές όχι πολύ ευκατάστατες, που άφησαν τα κορίτσια τους να σπουδάσουν. Και βέβαια προχώρησαν. Ο πατέρας μου έλεγε ‘’τι να κάνω τα κορίτσια μου; Να τις κάνω δασκάλες, να μου τις στείλουν στα σύνορα; Τάχω κοντά μου…’’
Μετά τον πόλεμο η ζωή άρχισε ομαλά. Άνοιξε η ναυτιλία, οι άνθρωποι βρήκαν δουλειές. Τότε, τα αγόρια μόλις τελειώνανε το σχολείο, τους δίνανε το σάκο για τη θάλασσα. Οι αδελφοί μου γίνανε ναυτικοί. Καπεταναίοι και οι δύο».
Οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της Δέσποινας Κατσιώτη, γεμίζουν περισσότερη γλύκα το πρόσωπό της, αντικατοπτρίζοντας την ομορφιά εκείνων των εικόνων.
«Σαν παιδιά ζούσαμε πολύ ωραία. Εκδρομές με ένα φορτηγό μας πηγαίνανε. Εμείς εδώ στη γειτονιά μας δεν είχαμε κακίες αντιπαλότητες. Μπορεί άλλες να είχανε. Είμαστε με καλούς γονείς, μας έδωσαν καλή ανατροφή. Στον πατέρα είχα αδυναμία. Ήταν αυστηρός, αλλά όχι να σηκώσει χέρι να μας δείρει. Με το βλέμμα. Μεγαλώσαμε με αγάπη στην οικογένεια, με εκλεκτές παρέες, πραγματικές φιλίες.
Η μαμά μου ήταν μια όμορφη, αμίλητη γυναίκα. Αλλά το κουμάντο, κουμάντο!»
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Το 1962 ο Σταμάτης Κατσιώτης πούλησε το καφενείο και το 1963 σταμάτησε και η παραγωγή των περίφημων γλυκών Κατσιώτη. Αν και η επιχείρηση ήταν οικογενειακή, κανένα παιδί δεν την συνέχισε.
«’Ελεγε η μητέρα μου : ‘’την τυραννία που πέρασα εγώ, να μην την περάσει κανένα παιδί’’. Τα αγόρια έγιναν καπετάνιοι, τα κορίτσια παντρευτήκαμε… Τώρα βέβαια, αν μπορούσα να ξαναζήσω κάποια πράγματα; Θα κρατούσα τα γλυκά. Αν ήμουν νέα, θα ήμουνα επιχειρηματίας… Αν είχα λίγο μυαλό, θα την είχα κρατήσει την επιχείρηση… Αλλά… άλλες εποχές… »
Με κοινό υπέρτιτλο -σε όλα τα φύλλα- "Η ΕΛΛΑΣ ΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ" η μοναδική ανδριακή εφημερίδα της εποχής, "ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ", καλύπτει τα γεγονότα στο αλβανικό μέτωπο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν εκδόθηκε έκτακτο φύλλο με την κήρυξη του πολέμου, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Η πρώτη αναφορά στον πόλεμο γίνεται στο φύλλο της Κυριακής 3 Νοεμβρίου 1940.
Από το αρχείο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, στη Χώρα 'Ανδρου.
Της Μανιώς Μάνεση
28 Οκτωβρίου 1940. Ένας νεαρός Αρκάς δάσκαλος, διορισμένος στο Δημοτικό σχολείο των Στενιών Άνδρου, έφυγε για το μέτωπο, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα της πατρίδας. Ο Γιώργος Σάλαρης, γεννημένος το 1910 στο Καλλιάνι Γορτυνίας, μας αφηγήθηκε όσα είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του και είχαν μείνει ανεξίτηλα έξι γεμάτες δεκαετίες μετά... Ο Γιώργος Σάλαρης «έφυγε» τον Ιούνιο του 2010, σε ηλικία 100 ετών. Οι μνήμες που διατήρησε τόσα χρόνια ένας από τους τελευταίους επιζώντες της σειράς του, αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο με διαχρονική αξία...
Ο Γιώργος Σάλαρης φαντάρος το '40 | Με έναν συμπολεμιστή |
«Μόλις ακούσαμε ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, πήγα στην αστυνομία να παρουσιαστώ. Κάλεσαν δέκα ηλικίες στην επιστράτευση. Εκεί με ενημέρωσαν ότι είχε φτάσει μια διαταγή σύμφωνα με την οποία οι διαμένοντες εις τας νήσους έπρεπε να περιμένουν νεότερη διαταγή. Ήταν βλέπεις τα υποβρύχια που χτυπούσαν τα καΐκια και υπήρχε κίνδυνος να χαθεί μεγάλο μέρος του στρατού.
Λίγες μέρες μετά, μου λέει ο Χαράλαμπος ο Παπασπηλίου, ξάδελφός μου –από το Καλλιάνι και αυτός- υπηρετούσε στην αστυνομία της Άνδρου, «Γιώργη πρέπει να φύγουμε». Παίρνει η γυναίκα μου, δασκάλα και εκείνη μαζί υπηρετούσαμε στο σχολείο των Στενιών, την κόρη μας –ήταν μωρό, δυο ετών – και πήγαμε στο λιμάνι. Το Γαύριο. Μπαίνω νύχτα, γιατί βομβάρδιζαν οι Ιταλοί, σε ένα καΐκι και φτάνω Αθήνα. Το άλλο πρωί φτάνω Τρίπολη, να παρουσιαστώ στο Σύνταγμά μου. Το 11ο Τριπόλεως. Κενό το Σύνταγμα... Λουκέτο... Σκοτώθηκαν πολλοί από το Σύνταγμά μας. Πήγε από τα πρώτα και έπεσε σε σφοδρές μάχες...
Έκανα παρέα αργότερα με έναν αξιωματικό του 11ου Συντάγματος, που πήγε στην Αλβανία το '40 και μου έλεγε: «Στρατό σαν τους Αρκάδες δεν έχω δει. Παλληκάρια – έχουν ιδανικά – γενναίοι. Ξέρουν γιατί μάχονται. Πολεμούν. Δεν είδα να δειλιάσουν». Και διηγείτο για έναν που ήταν έτοιμος να απολυθεί και του λέει κάθισε πήγαινε στο σπίτι σου. Αυτός ούτε να το ακούσει, πήρε το όπλο του και όρμισε κατευθείαν στο στρατό.
Εγώ κατέβηκα στο Ναύπλιο –στη Μεραρχία. Μας πέρασαν από γιατρούς– ήταν και άλλοι που παρουσιαζόταν τότε. Εμένα με ρίξανε στη 17η Μεραρχία, στις διαβιβάσεις. Τηλέφωνα... έρπουσες γραμμές –περνούσαν μέσα από τα πεδία μαχών- αν κοβόταν, έπρεπε να πάμε να τα διορθώσουμε. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Διοικητής του Σώματος ήταν ο Τσολάκογλου.
Προς το Βόρειο Μέτωπο
Μας πήγανε κατευθείαν στο Βόρειο Μέτωπο. Στο Πόγραδετς. Όλο χιόνια. Δριμύτατο κρύο. Ο στρατός δεν ήταν προετοιμασμένος. Είχαμε όπλα του '12-'13, μπαλωμένα ρούχα, κουβέρτες παίρναμε από τα σπίτια. Ξέρεις πόσοι έπαθαν κρυοπαγήματα; Όλοι οι καμπίσιοι είχαν σοβαρά προβλήματα. Μην κοιτάς εμείς οι Γορτύνιοι που ήμασταν μαθημένοι στο κρύο.
Το Βόρειο Μέτωπο είχε πέσει. Ήταν ο Δαβάκης που τους είχε αποκρούσει. Εμείς όταν φτάσαμε είχε καθαρίσει αυτό το μέρος. Είχε ελευθερωθεί. Πολλοί στρατιώτες από τα νησιά πήγαν εξαιτίας της διαταγής που σου είπα, πιο καθυστερημένα. Αλλά στο Ελβασάν ήταν οι Σαμιώτες που έπαθαν πανωλεθρία.
Πρωινή καθαριότητα στο στρατόπεδο. Ο Γιώργος Σάλαρης τρίτος από αριστερά.
Πήγαμε στις φαράγγες απάνω, σε ένα χωριό το Λεπινότ.. Κοιμόμαστε σε κάτι αμπριά... Οι προηγούμενοι στρατιώτες είχαν σκάψει στις πλαγιές, στα γκρέμνα, τρύπες, λαγούμια, για να αποφεύγουν τους βομβαρδισμούς. Αυτά είχαν πιάσει νερά από τις βροχές και τα χιόνια. Το δάπεδο ήταν σκέτη λάσπη. Βάζαμε λοιπόν καδρόνια και απάνω κλαδιά από κουμαριές και καλάμια για να κάνουμε ένα υποτυπώδες στρώμα να μπορέσουμε να ξαπλώσουμε να ξεκουραστούμε λίγο.
Θυμάμαι τις φορές που έκανα σκοπιά... Ήταν μεγάλη η ευθύνη, μπορούσες να πάρεις στο λαιμό σου ολόκληρο το λόχο. Ερχόταν οι Αλβανοί αντάρτες, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς. Αυτοί έκοβαν κλαδιά και καλυπτόταν με αυτά – σαν ομπρέλα. Παρακολουθούσαν λοιπόν το φρουρό, τον ακολουθούσαν όταν εκινείτο και όταν αυτός γύριζε έβλεπε δέντρα. Ήταν δηλαδή οι Αλβανοί καλυμμένοι με τα κλαδιά. Στόχος τους ήταν να σκοτώσουν τη σκοπιά για να αιχμαλωτίσουν το λόχο.
Εγώ στη 17η Μεραρχία, ήμουνα με Μακεδόνες και Σαρακατσαναίους. Ήταν βέβαια και κάποιοι πατριώτες –από Γορτυνία- ο Κουσουρέλης ο δικηγόρος από Στεμνίτσα, με αυτόν διατηρήσαμε φιλία μετά. Θυμάμαι ανήμερα τα Χριστούγεννα του '40, μας έβαλαν στη σειρά να μας μοιράσουν κάλτσες και φανέλες, επλέκανε τότε οι γυναίκες. Λοιπόν έρχεται η σειρά μου, μου δίνει ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και βλέπω από τα Αποίκια. Το χωριό που πρωτοπήγα δάσκαλος στην Άνδρο. Συγκινήθηκα πολύ. Τις πήρα, τις φόρεσα, ζεστάθηκα. Είχαμε πολλές ελλείψεις.
Από την Κορυτσά το πρώτο τηλεγράφημα
Από την Κορυτσά έστειλα το υπ' αριθμόν 1 τηλεγράφημα. Όταν πήγαμε εμείς, είχε ελευθερωθεί πριν δυο ημέρες. Ήταν άλλες δυνάμεις που μπήκαν πρώτες. Αντικρίσαμε καταστήματα λεηλατημένα, εμπορεύματα πεταμένα, έπιπλα πεταμένα... Εγώ αναζήτησα το τηλεγραφείο, να στείλω ένα μήνυμα στη γυναίκα μου. Μου λένε είναι το πρώτο τηλεγράφημα που φεύγει. Εγώ το έκανα σαν τον Αμέρικο Βεσπούτι, που έδωσε το όνομα του στην Αμερική ενώ την είχε ανακαλύψει ο Κολόμβος! Άλλοι κατέλαβαν την Κορυτσά, εγώ έστειλα το πρώτο τηλεγράφημα. Αριθμός 1!
Αναμνήσεις... Λιγοστεύουν πια με τα χρόνια... Θυμάμαι ότι για να πάρουμε το ταχυδρομείο της μονάδας, έπρεπε να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο εβάλλετο συνεχώς από τους Ιταλούς. Το ταχυδρομείο πήγαινε κάθε φορά άλλος να το πάρει. Σε όποιον τύχαινε ο κλήρος. Ερχόταν ο επιλοχίας, σε καλούσε με απότομο ύφος! Αυτοί ήταν απότομοι και θρασείς. Οι περισσότεροι αγράμματοι – τους δίνουν ένα γαλονάκι και εκμεταλλεύονται – τέτοια εποχή είναι δικτατορίσκοι. Πολλοί συνάδελφοι που πήγαν για το ταχυδρομείο δεν γύρισαν.
Άλλη μια φορά θυμάμαι –εγώ όπως σου είπα ήμουνα στα τηλέφωνα- έρχεται ο επιλοχίας λέει ψοφούνε τα ζώα δεν έχουμε καλαμπόκια. Άρχισε να καλεί αδιακρίτως φαντάρους. Πήγα, έτυχε μαζί και ο Κουσουρέλης να φορτώσουμε καλαμπόκια. Τα είχαν σε κάτι πλεχτές αποθήκες, έξω στο ύπαιθρο. Είχανε πασσάλους υπερυψωμένους και το πάτωμα της αποθήκης ήταν πλεχτό. Επήγαινε ένας – ένας εφόρτωνε και έβγαινε στο δρόμο. Μείναμε τελευταίοι – ανίδεοι άνθρωποι. Φορτώσαμε τα μουλάρια και ξεκινήσαμε να πάμε το καλαμπόκι σε συγκεκριμένο μέρος. Έπρεπε όμως να περάσουμε από ένα μέρος το οποίο το λήστευαν Αλβανοί αντάρτες. Έπαιρναν τα ζώα με το φορτίο και σκότωναν τους ανθρώπους. Όποιος περνούσε μόνος του, αυτήν την τύχη είχε. Του παίρνανε το φορτίο και τον σκότωναν. Εμείς καθυστερήσαμε – όχι σκοπίμως, ξέρω πώς έτυχε; Κακή διοίκηση, κακό υπολογισμό, ο επικεφαλής μας παράτησε και έφυγε. Εμείς μείναμε 3-4. Λέει ένας από την παρέα «Που θα πάμε τώρα; Εμείς είμαστε ξοφλημένοι τώρα. Οπωσδήποτε θα μας σκοτώσουν εμάς. Αυτοί πάνε ολόκληρος λόχος και με όπλα – συνοδεία». «Τι να κάνουμε του λέω; Θα περάσουμε στρατοδικείο. Και εδώ θα σκοτωθούμε και στο στρατοδικείο θα μας σκοτώσουν και εκεί θα έχουμε ρεζιλευτεί επιπλέον. Πάμε λοιπόν μπας τους προλάβουμε»... Τελικά τα καταφέραμε, προλάβαμε κάτι άλλους συναδέλφους. Τα καταφέραμε...
Η ήττα του Μουσολίνι
Βόρεια μείναμε μέχρι την άνοιξη. Τότε πήραμε διαταγή να πάμε στο Νότιο Μέτωπο, που θα επιτεθεί ο Μουσολίνι. Θα ερχόταν ο ίδιος ο Μουσολίνι. Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε προς την Κλεισούρα. Η διαδρομή αυτή έγινε υπό συνεχή, ραγδαιοτάτη βροχή. Είχε ο καθένας από μισό αντίσκηνο. Για να στηθεί το αντίσκηνο ένωνες το κομμάτι σου, με το κομμάτι ενός άλλου φαντάρου. Αλλά πού να στήσεις το τσαρδί. Παντού ήταν βρεγμένα, δεν στεκόταν οι πάσσαλοι... και πέφταμε πάνω στις κουμαριές –λυγίζαμε κλαδιά γιατί τα μέρη ήταν θαμνώδη- όπως ήμασταν ντυμένοι και βάζαμε το αντίσκηνο σαν ομπρέλα. Έτσι ξεκουραζόμαστε, όχι ότι κοιμόμαστε. Την άλλη μέρα, ξανά πορεία. Εκεί χρησιμοποιούσαμε το αντίσκηνο σαν αδιάβροχο και κουκούλα.
Ήρθε τελικά ο Μουσολίνι, έκανε την επίθεση στην Τρεμπεσίνα, στον Αώο ποταμό, έφαγε τα μούτρα του. Μέσα στο ποτάμι ήμασταν. Έγινε η επίθεση, δεν μπόρεσαν οι Ιταλοί, απέτυχε ο Μουσολίνι. Εκεί όμως έγινε σκοτωμός. Μια Τρεμπεσίνα, δεν έβλεπες τίποτα –σκόνη, πέτρες, βομβαρδισμοί. Με το που σταμάτησαν τα ιταλικά βομβαρδιστικά, και σου λένε οι Ιταλοί πάει δεν υπάρχει κανείς, βγήκαν από τα αμπριά οι φαντάροι και επιτέθηκαν με ξιφολόγχη. Φώναζαν «φούσκωσέ τον». Αυτή η ιαχή κυριαρχούσε. Και έτρεχαν. Οι Ιταλοί ετράπησαν σε φυγή. Ο Μουσολίνι απέτυχε παταγωδώς. Ήμασταν νικητές.
Το μακάβριο ήταν που μπήκαμε σε έναν καταυλισμό με έναν συνάδελφο. Κάναμε έναν περίπατο σε μια περιοχή –πεδίο μάχης ήταν- που είχε γίνει η μάχη προ 2 ημερών. Σε πιάνει ένα δέος και μια απελπισία. Μορφωμένοι λαοί να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Έβλεπες εδώ πόδια κομμένα, εκεί κεφάλι, μια χλαίνη πεταμένη, μια λουρίδα σκισμένη... Πάμε πιο πάνω και βλέπουμε τρεις Ιταλούς, τυλιγμένοι με τα ρούχα τους όπως ήταν, πρησμένοι τυμπανισμένοι. Λέγω κακόμοιροι Ιταλοί. Είναι τρομερός ο πόλεμος. Να πρέπει να σκοτώνεις τον άλλο. Οπισθοχώρησαν οι Ιταλοί και τους εγκατέλειψαν άταφους. Δεν πρόλαβαν να τους θάψουν. Οι δικοί μας έπρεπε να το κάνουν, αλλά... Αιχμαλώτους Ιταλούς είχαμε. Παραδινόταν. Αφού πέφτετε σαν τρελοί στη μάχη, έλεγαν, τι να κάνουμε; Αυτοί δεν τον ήθελαν τον πόλεμο. Τους υποχρέωσαν. Ενώ οι Γερμανοί ήταν φανατισμένοι...
Οι Γερμανοί έρχονται.
Αλλά και αυτοί δεν μπόρεσαν να περάσουν από τα Οχυρά του Μεταξά στη Βουλγαρία. Επετέθησαν οι Γερμανοί από τη Βουλγαρία. Ήταν τόσο εγωιστές και είχαν τόσο οπλισμό, είχαν υπεροπλία ενώ τα άλλα κράτη ήταν άοπλα, που νόμιζαν ότι κανείς δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ήταν υπερδύναμη. Πήγαν να περάσουν από τα οχυρά. Κάνουν επίθεση τρώνε τα μούτρα τους. Τη δεύτερη, τίποτα. Ξανά και ξανά. Είχαν μεγάλες απώλειες. Δεν τα έσπασαν τέλος τα οχυρά. Σου λέει αλλιώς τα υπολογίζαμε και αλλιώς τα βρήκαμε. Δεν πέρασαν από εκεί. Πέρασαν από τη Σερβία, που την είχαν ήδη καταλάβει και μας κύκλωσαν μέσα στην Αλβανία με τα μηχανοκίνητα. Σου λέει ο Τσολάκογλου, είναι μάταιος ο αγώνας. Εγώ ήμουνα στην Τρεμπεσίνα κατά τη συνθηκολόγηση. Πήραμε εντολή να παραδώσουμε τα όπλα στα Γιάννενα. Και αυτό αφού είχαμε νικήσει το Μουσολίνι...
Κατεβαίνοντας προς τα Γιάννενα, οι Γερμανοί μας βομβάρδιζαν συνεχώς. Έβαλλαν με όλμους και τα δικά μας όπλα ήταν τίποτα. Ψυχή είχαμε, αλλιώς από εξοπλισμό... Βαδίζαμε νύχτα. Κατεβαίναμε μπουλούκια. Μια μέρα, εξαντλημένος έτσι όπως ήμουνα, λέω εγώ θα σταματήσω λίγο. Τι μπορούν να κάνουν οι Ιταλοί; Το πολύ να πάω αιχμάλωτος στους Ιταλούς –δεν μπορούσα να κινηθώ, ήταν πιασμένα τα πόδια μου. Με ακολουθούν καμιά δεκαριά συνάδελφοι. Σου λέει αφού το είπε ο δάσκαλος, βλέπεις ο δάσκαλος είχε τότε εκτίμηση. Διαλέγουμε λοιπόν κάτι γρανιά, κάτι λάκκους, μέσα στις κουμαριές. Χωθήκαμε μέσα να ξεκουραστούμε λίγο. Λίγο μετά ξέσπασε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα αεροπλάνα κατέβηκαν χαμηλά και βομβάρδιζαν το δρόμο που βάδιζαν κατακουρασμένοι οι φαντάροι, ο στρατός, τα μουλάρια κουρασμένα με τα αυτιά πεσμένα. Σκοτώθηκαν πολλοί. Εμείς σωθήκαμε ελαφρά τραυματισμένοι. Εγώ χτυπήθηκα στο σαγόνι. Ακόμη το έχω το σημάδι.
Ο θρήνος της παράδοσης
Σιγά σιγά έφτασα στα Γιάννενα. Η μεγάλη στενοχώρια, ο μεγάλος λυπημός ήταν εκεί που παραδίδαμε τον οπλισμό. Εκεί να δεις σωρό τα όπλα – τα κάρα, τα ζώα. Όλα εγκαταλελειμμένα. Όλος ο πλούτος της Ελλάδας, ένας σωρός. Εγώ δεν το παρέδωσα το όπλο μου. Το έσπασα σε ένα γκρέμνο απάνω. «Είσαι άδοξο του λέω, τι δόξα αφού δεν ενίκησες»... Νεανικές σαχλαμάρες, μήπως είχαν ανάγκη τα όπλα μας; Αυτοί είχαν τέλειο εξοπλισμό. Αλλά να το μίσος, η αδικία. Νάσαι νικητής και στο τέλος να βρεθείς... Εκεί ήταν ο θρήνος, να βλέπεις μια Ελλάδα σκορπισμένη από εδώ και από κει. Όλα τα αυτοκίνητα, τα μεταγωγικά, τα ζώα, οι στρατιώτες να γυρίζουν από δω και από κει. Θρήνος.
Ο καθένας μετά ξεκίνησε να πάει στην πατρίδα του. Έπαιρνε ένα ζώο, ένα κάρο και ξεκινούσε. Εγώ πήρα ένα μουλάρι. Ξεκινήσαμε με έναν στρατιωτικό γιατρό, Σουσούδης λεγόταν που ήταν από την Άνδρο και έναν γεωργό από την Πάρο. Μου λέει ο Παριανός πάρε αυτό το μουλάρι, είναι γερό. Θα σε βγάλει μέχρι την Αθήνα. Προχωρήσαμε για την Άμφισσα. Ήταν άνοιξη, τα σπαρτά ήταν χλωρά ακόμη. Όταν σταματούσαμε το βράδυ να ξεκουραστούμε, δέναμε τα ζώα στα πόδια μας με ένα σχοινί, γιατί οι χωρικοί ερχόταν και προσπαθούσαν να μας τα κλέψουν. Τα ήθελαν για τις δουλειές τους στα χωράφια.
Με πλησιάζει, θυμάμαι, ένας συνάδελφος με άλογο και μου λέει «κάνουμε τράμπα;» «Τι τράμπα;» του απαντώ... «Να μου δώσεις το μουλάρι σου, να σου δώσω το άλογο». Μου κάνει νόημα ο Παριανός, να αρνηθώ. Αυτός ήξερε από ζώα και κατάλαβε, ότι το άλογο ήταν κουρασμένο. «Δεν το αλλάζω λέω εγώ, το έχω γούρι, μου έτυχε αυτό, δεν το αλλάζω». Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Άμφισσα. Μαθαίνουμε εκεί ότι οι Γερμανοί που κατέβαιναν με τα μηχανοκίνητα στην Αθήνα, πυροβολούσαν έτσι για γούστο, τους στρατιώτες που εξαθλιωμένοι και τρεκλίζοντας από την κακουχία προχωρούσαν στην άκρη του δρόμου. Μεθυσμένοι ήταν; Τις οίδε. Αυτοί δεν περπατούσαν καθόλου, ακόμη και στο μέτωπο πάνω στα μηχανοκίνητα ήταν. Τα μαγειρεία τους να φανταστείς ήταν πάνω στα αυτοκίνητα. Εμείς τα καζάνια τα είχαμε φορτωμένα πάνω στα μουλάρια. Και στο μέτωπο μαγειρεύαμε με πρωτόγονα μέσα. Να πάρεις ξύλα, να ανοίξεις λακκούβα, να βάλεις πέτρες να ζεστάνεις, να μαγειρέψεις. Πεινασμένος στρατός. Δεν είχαμε οπλισμό, ιματισμό. Αρβύλες. Φαγιά... Στερούμεθα. Όλοι όμως πολεμούσαμε. Χωρίς καμία βοήθεια από συμμάχους. Ήμασταν εμψυχωμένοι. Τον κίνδυνο του σκοτωμού δεν τον λογάριαζε κανείς.
Η επιστροφή
Έξω από την Άμφισσα λοιπόν, αφού για να αποφύγουμε τους Γερμανούς έπρεπε να πάμε από μονοπάτια, υποχρεωθήκαμε να πουλήσουμε τα ζώα. Εγώ το έδωσα για 100 δραχμές. Ζήτησα 300, μου λέει ένας χωρικός, 100 έχω, άντε πάρτο του λέω για 100 δραχμές. Φτάσαμε πια στην Άμφισσα. Κουρασμένος εγώ, κάθομαι έξω από ένα σπίτι, έτσι τυλιγμένος στη χλαίνη μου και αποκοιμήθηκα. Ακούω κάποια στιγμή μια κοπέλα μέσα από το σπίτι, φώναζε τη μητέρα της «μαμά, μαμά, ένας στρατιώτης πεσμένος»... Κουνάει η μάνα της το κεφάλι της «ελληνικέ στρατέ πώς κατάντησες»; Στην πλατεία της Άμφισσας βρήκα ένα φορτηγό και κατέβηκα προς Αθήνα. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς ενώ επέστρεφαν στα μέρη τους.
Φτάνομε στην Ελευσίνα. Μαζί με ένα συνάδελφο, πήγαμε στο σπίτι του. Οι δικοί του μου έδωσαν ρούχα πολιτικά, να μη φαίνομαι ότι ήμουν στρατιώτης. Οι Γερμανοί μάζευαν φαντάρους και τους έστελναν στο Βερολίνο. Στη συνέχεια πήγα στην Καλογρέζα. Έμενε εκεί μια ξαδέλφη μου η Ουρανία, Σταυροπουλαίοι από το Καλλιάνι. Αδύνατος, σκελετωμένος και γεμάτος ψείρες. Τις έβλεπες ζωντανές. Δεν μπαίνω μέσα της λέω γιατί θα σας γεμίσω κει εσάς. Παίρνει τα ρούχα μου, βάζει ένα λεβέτι νερό βραστό και τα έβρασε να φύγει η ψείρα. Μετά πια πήγα στη Ραφήνα, βρήκα ένα καΐκι και πέρασα στην Άνδρο. Εγώ έφτασα στο Γαύριο και την ίδια μέρα οι Ιταλοί πάτησαν τη Χώρα...
Η αγωνία υπήρχε πριν το '40. Όταν τορπιλίσανε την Έλλη στο λιμάνι, ο κόσμος κατάλαβε ότι θα επεκταθεί ο πόλεμος και εδώ –όχι ότι θα την καταλάβουν οι Ιταλοί τη χώρα, αλλά ότι ήθελαν να περάσουν. Ο Μεταξάς ήταν γερμανόφιλος. Είπε το ΟΧΙ κατ΄ανάγκη γιατί δεν μπορούσε να πει ναι. Ήξερε ότι η Ελλάδα δεν διέτρεχε κίνδυνο δηλαδή να της πάρουν εδάφη, να της πάρουν τη Μακεδονία κλπ. Σου λέει θα κάνω έναν πόλεμο, θα ηττηθώ σε 2-3 ημέρες και θα δείξω πρόσωπο και στους συμμάχους ότι ηττήθηκα. Αλλά αυτοί με την κατασκοπεία ήξεραν τις προθέσεις του και δεν τον άφησαν. Έπειτα ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, πήγαιναν οι φαντάροι σαν σε γιορτή...
Το «ευχαριστώ» των συμμάχων...
Εμείς ως Ελλάδα δεν ωφεληθήκαμε τίποτα από τον πόλεμο. Καθυστερήσαμε το Γερμανό και έτσι ετοιμάστηκαν οι σύμμαχοι. Αυτές οι θυσίες έγιναν μόνο και μόνο για τους συμμάχους. Τους Άγγλους, τους Γάλλους... Γι' αυτούς έκανε τον πόλεμο ο Γερμανός, όχι για την Ελλάδα. Τα Δωδεκάνησα μας τα έδωσαν και τώρα τα παζαρεύουν με τους Τούρκους. Εμείς δώσαμε τις ζωές μας και τα πήραμε. Τώρα τα ζητούν οι Τούρκοι και χωρίς πόλεμο. Για το «ευχαριστώ» οι σύμμαχοι, υποστηρίζουν την Τουρκία. Όχι να διαμελίσουν την Ελλάδα για να υποστηρίζουν την Τουρκία. Άσε την Ελλάδα στα σύνορα της, αυτά που έχουν οριστεί με διεθνείς συνθήκες... Δεν ζητάνε τίποτα οι άνθρωποι, μια ελεύθερη πατρίδα ζητάνε. Γιατί να μην την έχουν;
Από την εφημερίδα "Ανδρος", 8 Ιουνίου 1879
Αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης
Χτίστηκε από δω και πολλά χρόνια, ερχότανε κληρονομικώς από χέρια, σε χέρια, πάντα αρχοντικά. Μέσα του ήτανε πάντα η ζωή, η χαρά και η ευτυχία. Υπήρξε καταφύγιον πολλών αρχοντικών οικογενειών κατά τας εκάστοτε επιδρομάς των τότε πειρατών.
Και σ’ αυτά ακόμα τα χρόνια μας υπήρξε το λαμπερό αστέρι των μάγων για τους φτωχούς μας. Στη δυστυχία τους, έτρεχαν εκεί που ήξευραν καλά πως φεύγοντας κάτι θα συναποκόμιζαν κάτι για τα άρρωστα παιδιά τους κάτι για το πεινασμένο τους σπιτικό. Και δεν εγελιόντουσαν… Έτσι τα χρόνια κυλούσανε κανονικά ως που κακιά μοίρα σαν να ζήλεψε, μπορεί να πει κανείς την ευτυχία, που ήτανε καλοθρονιασμένη στο παμπάλαιο πύργο και έριξε μέσα, κάτι σαν λαίλαπα, κάτι σαν καταιγίδα, κι’ ο θάνατος άρχισε να θερίζη αλύπητα. Τον βρήκαν μεγάλες συμφορές, τον χτύπησε η μοίρα αλύπητα, σαν κακός εκδικητής. Η χαρά και το γέλιο φύγανε και στη θέσι τους θρονιάστηκε η λύπη και η κατήφεια. Κι ο θάνατος όλο και θέριζε. Ως που μόλις προ ημερών άρπαξε αχόρταγα και την τελευταία π’ απόμεινε οικοδέσποινα. Ο θάνατος της αρχόντισσας μητέρας βούτηξε τα παιδιά της σε βαρύ πένθος για το χαμό της και για το χαμό του Αρχοντικού πύργου, που λόγος ανώτερος τα αναγκάζει να τον εγκαταλείψουν. Καϋμένε παληέ πύργε!! Σαν θαλασσινό φανάρι, που δίνει παρηγοριά και ελπίδα στα καράβια που κινδυνεύουνε και για μας σβύνει για πάντα, βουτώντας στην απογοήτεψι τους κινδυνεύοντας, έτσι και σύ με το μεγαλόπρεπο και επιβλητικό παρουσιαστικό σου, εφώτισες επί σειράν αιώνων τα κοινωνικά ναυάγια και τώρα έπαυσες. Έσβυσες για πάντα. Η πόρτες σου κλείστηκαν για να μην ανοίξουν πειά ποτέ. Το χωριό μας λυπούμενο κατάκαρδα για το χαμό ενός τέτοιου αρχοντικού σπητιού αφίνει να κυλίση από τα μάτια του ένα δάκρυ για δείγμα συμπαθείας προς όλα τα χαμένα. «Στενιώτης»
Εφημερίδα «Ανδριώτης», φ.69, 4/2/1928 |
Με τη ματιά μιας έφηβης
Η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη. Όχι για την ανθρώπινη ιστορία, αλλά για εμάς.
Δεν είναι εύκολο να αντιληφθείς ότι τόσος κόσμος πεθαίνει, ότι αυτοί οι αριθμοί με τα τόσα ψηφία
αντιστοιχούν σε ανθρώπους, με οικογένειες και με ζωές που δεν περίμεναν να αλλάξουν τόσο ριζικά
ή να σταματήσουν τόσο απότομα.
Δεν δέχεσαι ότι η χώρα που έχει 3ψήφιους και 4ψήφιους αριθμούς νεκρών καθημερινά βρίσκεται
μια λωρίδα θάλασσα απέναντι.
Δεν δέχεσαι ότι βρίσκονται όλοι σε κίνδυνο, ότι δεν θα σε σώσουν τα χρήματα, η ηλικία ή η εμφάνιση σου.
Δεν θες να πιστέψεις ότι σκηνές που άκουγες για άλλες περιόδους της ιστορίας, για μαζικούς τάφους,
για νεκρούς που θάβονται χωρίς την οικογένεια τους, για περιορισμούς στην ανθρώπινη ελευθερία,
για τη διακοπή εορτασμών, θα συμβούν στη δική σου εποχή.
Σου λείπουν οι δικοί σου, οι φίλοι σου, η ζωή σου.
Θες πίσω το σχολείο, το Πάσχα, τη βόλτα που σου στέρησαν.
Να μπορείς να βγεις χωρίς να δίνεις αναφορά στην κυβέρνηση για όσο θες.
Κλείνεις τις ειδήσεις, αλλάζεις θέμα στην συζήτηση, το αγνοείς.
Φτιάχνεις μια δική σου καθημερινότητα και κλείνεσαι εκεί.
Διαβάζεις, ασχολείσαι, κάνεις την ζωή σου μέχρι να γίνουν όλα πάλι σαν πριν.
Μετά από κάποιο σημείο παύεις να αναζητάς αφορμή να βγεις έξω.
Δεν έχει νόημα, αφού και εκεί δεν ξεφεύγεις.
Γάντια, μάσκες, σχολαστικό πλύσιμο χεριών και μακριά από τους ηλικιωμένους.
Δεν με νοιάζει. Δεν το δέχομαι.
Θέλω να βγω στον ήλιο, να αγκαλιάζω τη γιαγιά μου φορτωμένη με τις σακούλες από τα ψώνια.
Δεν έχω ασχοληθεί πολύ.
Δικαίωμα μου.
Δεν με κάνει αναίσθητη ή λιγότερο άνθρωπο το να μην τους αφήνω να μου πάρουν και την όση χαρά βρίσκω.
Προσπαθείς να βρεις το καλό και ας είναι δύσκολο.
Θα είμαστε όλοι υγιείς και ας είμαστε για λίγο χώρια.
Μαρουλιώ Μάνεση-Νικολοπούλου
''Έθιμα που σβύνουν'', στην πασχαλιάτικη Άνδρο,
όπως τα κατέγραψε ο Δημήτρης Πασχάλης το Φεβρουάριο του 1936.
Κάποια έχουν χαθεί, ακόμη και από τα ακούσματά μας.
Αντιθέτως άλλα, όπως τα μάσκουλα, παραμένουν ζωντανά ειδικά στις Στενιές!
Προ κορωνοϊού φυσικά, γιατί τούτο το Πάσχα του 2020, είναι αλλιώτικο από τ' άλλα...
Μέσα από τον τοπικό προπολεμικό Τύπο
Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ''ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΟΥ'' ΕΝ ΑΝΔΡΩ
Εφημερίδα ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ (φ. 28), 16 Απριλίου 1927
|
«Καραβίζαμε τα αυτοσχέδια τενεκεδένια καραβάκια μας και συγχρόνως ονειρευόμασταν.
Να γίνουμε καπεταναίοι, καραβοκύρηδες…»
Παιδικά όνειρα που ίσως γίνουν πραγματικότητα. Νοσταλγία βγαλμένη από την αναπόληση
του παρελθόντος. Αφηγήσεις που δίνουν στοιχεία για περασμένες δεκαετίες.
Την καθημερινότητα στο νησί, τη ζωή στη θάλασσα, τις συνθήκες στο χώρο της ναυτιλίας.
Μέσα από πολύωρες συζητήσεις για εποχές μακρινές, καταστάσεις ιδιαίτερες,
μαθήματα από τα παθήματα της πολυτάραχης ζωής ενός ανθρώπου,
που ξεκίνησε από τα βουνά της Άνδρου για να φτάσει στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης.
Μέσα από τον Τύπο της εποχής και τη δημοσιογραφική έρευνα
για το κοινωνικο-πολιτικό σκηνικό που πλαισιώνει αυτήν την πορεία.
Μια δημοσιογραφική δουλειά που στοχεύει στη διάσωση πληροφοριών από εποχές που έχουν φύγει οριστικά.
Στην ευαισθητοποίηση κυρίως των νέων να σταθούν στις αφηγήσεις των ανθρώπων
μιας άλλης γενιάς και να αντλήσουν απ΄ αυτές γνώση.
Γιατί και οι προφορικές, προσωπικές μαρτυρίες αποτελούν κομμάτι της ιστορίας.
«Δεν έχει σημασία μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Σημασία έχει το ταξίδι… το καράβισμα των ονείρων».
Το ταξίδι της ζωής… Και μπορεί να είναι μόνο μια ‘’βαποριά δρόμος’’ που σε χωρίζει
από την πραγμάτωση του ονείρου.
Πώς πήρε το όνομά της η Βουρκωτή, ή η Κατάκοιλος; Γιατί η ανύπαντρη κοπέλα λεγόταν και "άμοιρη"; Τι ήταν η "απλωχεριά", οι "ζάρες" και το "ροΐ"; Λέξεις λίγο - πολύ γνωστές στην ανδριακή κοινωνία, "Παραστατικαί λέξεις της ανδριακής διαλέκτου" σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας "ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ" (φύλλο 485) της 19ης Δεκεμβρίου 1936. Λιγοστές, αφού όπως αναφέρει και ο συντάκτης του άρθρου, τα στενά όρια του σημειώματος τον υποχρέωσαν να αρκεστεί σ' αυτές μόνον, ενδεικτικές όμως και πολύ ενδιαφέρουσες. Για να γνωρίσουμε αυτά, που κάποτε εντάσσονταν στην καθημερινότητα του τόπου μας. |
Το θέμα του σημειώματος τούτου εκφεύγει ασφαλώς την αρμοδιότητα του γράφοντος. Διότι ούτε με την γλωσσολογικήν, αλλ’ ούτε και με την λαογραφικήν επιστήμην έχει ούτος οιανδήποτε σχέσιν. Νομίζει, εν τούτοις, ότι θα ηδύνατο παραμερίζων την επ’ αυτών επιστημονικήν έρευναν, ν’ αναφέρη μερικάς μόνον λέξεις από τας τόσον ωραίας και προ πάντων τα΄σον παραστατικάς που έτυχε ν’ ακούση εις μίαν από τας νήσους των Κυκλάδων, την Άνδρον. Και εν πρώτοις ένα από τα χωρία της νήσου ταύτης λέγεται Β ο υ ρ κ ω τ ή, διότι είνε κτισμένον εις το υψηλότερον μέρος της πλαγιάς ενός βουνού, η κορυφή του οποίου είνε συνήθως νεφοσκεπής – βουρκωμένη. Ένα άλλο χωριό, κτισμένο εις κοίλωμα περιστρεφόμενον γύρω γύρω από υψώματα, λέγεται Κ α τ ά κ ο ι λ ο ς. Μία πηγή από τους δύο κρουνούς της οποίας τρέχει αστείρευτον και δροσερώτατον νερό, λέγεται Α κ ο ή. Οι επιστήμονες φρονούν, ότι το όνομα αυτής επεκράτησεν από της εποχής της Βενετοκρατίας και έχει σχέσιν με την ιταλικήν λέξιν Aqua (νερό). Και πιθανώτατα έχουν δίκαιον. Αλλά μήπως έχουν άδικον οι συνδυάζοντες την ονομασίαν της πηγής αυτής με το κελάρισμα του αενάως ρέοντος εξ αυτής ύδατος; Δ ι π ο τ ά μ α τ α λέγεται τοποθεσία ευρισκομένη εις την συμβολήν δύο χειμάρρων. Π α ν α γ ί α η Κ α τ α σ υ ρ τ ή είνε μία εκκλησία κτισμένη μαζί με τον παρ’ αυτήν ομώνυμον συνοικισμόν εις την πλαγιάν ενός βουνού, τόσον επικλινή, ώστε να έχη κανείς την εντύπωσιν, ότι κυριολεκτικώς εσύρθη εξ υψηλοτέρας θέσεως διά να σταθή εις το σημείον που ευρίσκεται. Εις τας Αθήνας και εις τα περισσότερα μέρη λέγουν άσπρισμα του σπιτιού και εννοούν το βάψιμο των τοίχων του με γαλάκτωμα ασβέστου. Εκεί το άσπρισμα λέγεται γ α λ ά κ τ ι σ μ α και το ασπρίζω γ α λ α κ τ ί ζ ω ίσως και διότι τα περισσότερα σπίτια και ιδίως τα χωρικά, ασπρίζονται κατά κανόνα σχεδόν γενικόν με του γάλακτος το χρώμα και μάλιστα δύο ή και περισσοτέρας φοράς τον χρόνον. |
Την γεροντοκόρην την λέγουν και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ά ν, όπως και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ό ν το γεροντοπαλλήκαρο. Παλαιότερα όμως αι γυναίκες που έμεναν ανύπανδρες ελέγοντο ά μ ο ι- ρ ε ς. Ειδικώτερον μάλιστα ά μ ο ι ρ ε ς ελέγοντο τα θύματα σκληρού εθίμου ισχύοντος άλλοτε μεταξύ των «αρχόντων» της νήσου αυτής, καθ’ ό η πατρική περιουσία διά νά μη κατατμηθή εις πολλά –και κατά φυσικόν λόγον μικρά- μερίδια περιήρχετο κατά το μέγιστον μέρος εις τον πρωτότοκον υιόν και κατά το υπόλοιπον ως προίξ εις την πρωτότοκον θυγατέρα.
Και τα μεν λοιπά άρρενα τέκνα ετρέποντο διά τούτου εις ανεύρεσιν εργασίας, εκ της οποίας πολλάκις υπερέβαλον εις πλούτη τον πρωτότοκον αδελφόν, ο οποίος μη εργαζόμενος έζη εν τω μεταξύ εκ της πατρικής κληρονομίας. Τα δε κορίτσια εάν δεν περιεβάλλοντο το μοναχικόν σχήμα, έζων μετά του υπάνδρου αδελφού ή αδελφής ως άμοιρες (ούτω λεγόμεναι, διότι δεν έλαβον μοίραν –μερίδιον- εκ της πατρικής περιουσίας). Από των μέσων Οκτωβρίου μέχρι των αρχών Νοεμβρίου εις την Άνδρον γίνονται τα «χοιροσφάγια». Σφάζονται δηλαδή οι χοίροι με το κρέας και το λίπος των οποίων αι περισσότεραι οικογένειαι θα κάμουν την «σοδειά» των εις χοιρινά δι’ όλον τον χρόνον. Τα χοιροσφάγια προσλαμβάνουν διά κάθε σπίτι χαρακτήρα σωστής πανηγύρεως. Η κάθε δε νοικοκυρά η οποία θα έχη χοιροσφάγια, θα στείλη εις τα συγγενικά και φιλικά της σπίτια «πεσκέσι» αποτελούμενον από εκλεκτά τεμάχια χοιρείου κρέατος. Το «πεσκέσι» αυτό λέγεται «απλοχεριά». Το χονδρόν πανί, το οποίον βάζουν προφυλακτικώς επί των ώμων διά να τοποθετήσουν επ’ αυτού την στάμναν, με την οποίαν μεταφέρουν από την βρύσιν νερό, λέγεται π ι ν ώ μ ι (επινώμιον). Εκτός των πίθων, τους οποίους χρησιμοποιούν διά την αποθήκευσιν του λαδιού –και οι οποίοι λέγονται ειδικώς «ζάρες», υπάρχουν και μικρά δοχεία τα οποία εκτός του κεντρικού στομίου διά τον γέμισμά των, φέρουν εν ή καμμιά φορά και δύο εκ του μέσου υψούμενα σωληνωτά στόμια. Το δοχείον λέγεται ρ ο ΐ (το) διότι εκ των σωληνωτών στομίων ρέει το λάδι, το οποίον θα χρησιμοποιήση η νοικοκυρά εις το φαγητόν της. Α μ μ ο δ ύ τ η ς είναι το αλλαχού αστρίτης ονομαζόμενον φίδι και αυτό διότι έχει την συνήθειαν να καταδύεται εις την άμμον των παραλιών και αναδύεται εξ αυτής. Υπό το αυτό ακριβώς όνομα ήτο γνωστόν το φίδι, αυτό και εις τους αρχαίους. Θα ηδύνατο κανείς να αναφέρη και πλείστας άλλας λέξεις παραμοίας παραστατικότητας εκ των χρησιμοποιουμένων εις την Άνδρον, εάν τα στενά όρια του παρόντος σημειώματος δεν υπεχρέουν τον γράφοντα να αρκεσθή εις τα ανωτέρω. |
Ένα ταξίδι στους ανθισμένους ή γεμάτους εκατομμύρια καρπούς, «λεμονεώνες» της Άνδρου, τότε που ο λεμονοκαρπός αποτελούσε «το πιο περιζήτητο τοπικό προϊόν»… Από την προεπαναστατική ακόμη περίοδο, οπότε τα ιστιοφόρα τον μετέφεραν στις αγορές της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, μέχρι τον 20ο αιώνα. Μέσα από κείμενα ξένων περιηγητών, αρχειακό υλικό, δεκάδες δημοσιεύματα του τοπικού Τύπου του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, αλλά και αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν από κοντά τη διαδικασία της καλλιέργειας, της συγκομιδής από τους «κόφτες», της μεταφοράς του λεμονοκαρπού από τους αγωγιάτες με τις φορτωμένες στα γαϊδουράκια «κόφες» μέχρι το λιμάνι, στα «λεμονοκάικα» για κοντινούς ή πιο μακρινούς προορισμούς.
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας, απομάκρυνε τους Ανδριώτες από τους φορτωμένους με λεμονανθούς, λεμονοκαρπούς, ακόμη και πρωτολέμονα ή δίφορα λεμόνια, «λεμονεώνες», οι οποίοι όμως παραμένουν ζωντανοί… ίσως είναι καιρός να ακμάσουν ξανά και ο λεμονοκαρπός του νησιού να μπει και πάλι σε εξαγωγική τροχιά.
Η ιστορία της «ευεργέτιδος του τόπου μας Λεμονέας» και του καρπού για το οποίο πίστευαν ότι «μόνον το προϊόν τούτο δίδει επωφελή εργασίαν εις όλας τας τάξεις της κοινωνίας», μέσα από τη δημοσιογραφική έρευνα της Μανιώς Μάνεση, στο βιβλίο «Λεμονεώνες στο διάβα του χρόνου».
Ιστορίες που έγιναν θρύλοι
Τέσσερις θαλασσινές, ναυτικές ιστορίες. Με κοινό στοιχείο τη θέληση των πρωταγωνιστών για την επίτευξη ενός στόχου, ο οποίος μπορεί να είναι ένα όνειρο ζωής ή η ίδια η ζωή. Καλύπτουν χρονικά περίπου έναν αιώνα. Ξεκινώντας από την εποχή του εξάντα, περνώντας στους τορπιλισμούς από τα ναζιστικά υποβρύχια, συνεχίζοντας τη δεκαετία του 1960 με τις ψυχροπολεμικές περιπολίες στους ωκεανούς, καταλήγοντας στην εποχή του GPS. Οι πρωταγωνιστές, όλοι Ανδριώτες. Όλοι, λειτούργησαν στο καλύτερο δυνατό. Στο κάλλιστο. Ήταν όλοι «γεμιτζήδες».
Το βιβλίο «Γεμιτζήδες. Ιστορίες που έγιναν θρύλοι» απευθύνεται σε όλους όσοι μαγεύονται από γεγονότα που αγγίζουν το όριο του εξωπραγματικού, σε όσους γοητεύονται να διαβάσουν θρυλικές ιστορίες οι οποίες δεν είναι και τόσο γνωστές, σε εκείνους που ενδιαφέρονται να ανατρέξουν στον Τύπο μιας άλλης εποχής για να δουν πώς καταγράφηκαν τα γεγονότα.
Ετών 97... Σύγχρονος και διαχρονικός!
Της Μανιώς Μάνεση
Μυαλό κοφτερό… Αγάπη για τη ζωή, αστείρευτο χιούμορ και η αφήγηση της δικής του πολύχρονης ιστορίας, με τη χαρακτηριστική βροντερή φωνή του, αποτελεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «Έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ήταν και καινούργιος. Σύγχρονος, διαχρονικός»… «Έκανα πολλά στη ζωή μου», λέει και η συγκίνηση είναι φανερή στη φωνή του.
Γεννημένος το Γενάρη του 1919 στις Στενιές της Άνδρου, σε μια εύπορη οικογένεια με πέντε παιδιά, ο Γιώργης Μπουκουβάλας, έχει ζήσει αλλαγές, ανατροπές, μεταρρυθμίσεις, πόλεμο, κατοχή και φυσικά πολλές θαλασσινές περιπέτειες ως καπετάνιος που ήταν. Όλα ξεδιπλώνονται στις κουβέντες που κάναμε, πότε κάτω από την κληματαριά στο σπίτι του στις Στενιές, πότε στο σπίτι του στην Αθήνα. Τα παιδικά χρόνια στο ανδριώτικο χωριό της δεκαετίας του 1920, έχουν τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, αλλά και την ανεμελιά των χρόνων εκείνων. Χαρακτηριστικά στοιχεία στις αφηγήσεις του, η νοσταλγία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί και η ικανοποίηση για τα πεπραγμένα...
Συζητώντας κάτω από την κληματαριά, στην Άνδρο
(φωτογραφία από το αρχείο της Μανιώς Μάνεση)
Η απόλυτη προσαρμογή στο σήμερα
Της Μανιώς Μάνεση
Έχει βιώσει την τεχνολογική επανάσταση του 20ου αιώνα… τη μεταπολεμική κοινωνική μεταμόρφωση… εν τέλει, την ανατροπή και μετεξέλιξη της καθημερινότητας από τη γέννησή του, το 1918, μέχρι σήμερα. Και έχει απόλυτα προσαρμοστεί και ενταχθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Δημήτρης (Τάκης) Πολέμης. Βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απόμαχος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, όπως ο ίδιος υπογράφει με τη σφραγίδα του, φανατικός ερευνητής πληροφοριών και στοιχείων για τη ζωή του χωριού του, χρήστης του ίντερνετ!
Ετών 98! Παραμένει υπερδραστήριος, με πλήθος ενδιαφερόντων, πλούσια συλλογή βιβλίων «μπορεί νάχω 3000 βιβλία… τα έπαιρνα μαζί μου και διάβαζα μέσα στο βαπόρι» και αμείωτη διάθεση για μάθηση. «Έχω μια δασκάλα και έρχεται και μου δείχνει το ίντερνετ…» λέει με κρυφή περηφάνια…
Οι συζητήσεις με τον κ. Πολέμη έχουν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν είναι μόνον οι αφηγήσεις από τα προσωπικά βιώματα μιας εποχής που πέρασε. Το προσωπικό του αρχείο αποτελεί αστείρευτη πηγή πληροφοριών και ντοκουμέντων για τη ζωή του χωριού, στοιχεία τα οποία θέλει να επικοινωνήσει στις επόμενες γενιές. «Έχω τους γεννηθέντες του χωριού τα χρόνια 1847-1917, τους δράσαντες στην Επανάστασιν του 1821...» και πολλά, πολλά ακόμη...
Γεννημένος στις Στενιές Ανδρου, σε εύπορη ναυτική τρίτεκνη οικογένεια θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια. «Η μάνα ήταν αυστηρή… Δεν είχε χάδια… Φαίνεται ότι ήμουν σκληρό παιδί με έδερνε…» λέει με ένα χαμόγελο για να προσθέσει «ολόκληρη η κοινωνία ήταν αυστηρή. Οι άνδρες λείπανε και οι γυναίκες είχαν ολόκληρη την ευθύνη για το σπίτι και την ανατροφή των παιδιών». Μιλάει με περηφάνια για τη μάνα, η οποία φαίνεται ότι του ενέπνευσε την αγάπη για τη συγκέντρωση και φύλαξη οικογενειακών εγγράφων. «Εχω ένα φάκελο, που έγραφε η μάνα μου το ’50 ‘να φυλαχτεί, είναι το δίπλωμα του παππουλή’».
Με τη μητέρα του Φρατζεσκούλα και τον αδελφό του Γιώργο
(από το προσωπικό αρχείο του Τάκη Πολεμη)
Διαφημίσεις σε ανδριώτικες εφημερίδες ...
Τέλος της δεκαετίας του 1920 με αρχές της δεκαετίας του 1930...
Αντιπροσωπευτικές μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί...
΄Οχι μόνο για την Ανδρο...
|
|
Ανδριώτικα τοπία...
Από την ίδια σχεδόν οπτική γωνία...
Με διαφορετικούς φωτογραφικούς φακούς...
Τότε και τώρα...
ΧΩΡΑ: ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΑΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ 1927 |
ΧΩΡΑ: ΑΠΟΒΑΘΡΑ ΑΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ 2013 |
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΗΤΟΡΑΣ
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Ανδρίων Χρόνοι
Της Μανιώς Μάνεση
Στη διάρκειας 235 ετών παρουσία της στη θέση Αρχόντα, έξω από τα Αποίκια και πάνω από τις Στενιές, η Μονή Αγίας Ειρήνης γνώρισε την ακμή, αν και βραχύβια, στη συνέχεια τη διάλυση, την επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψη, την αφάνεια και την αναγέννησή της τον 21ο αιώνα…
Η δεύτερη περίοδος στην ιστορία της αρχίζει το 2007, οπότε η Μονή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Λευτέρη Πολέμη,. Ο Αποικιανός καπετάνιος με το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που τον διακρίνει από τα παιδικά του χρόνια, γίνεται όχι μόνον ανακαινιστής, αλλά ο δεύτερος κτήτορας της Μονής Αγίας Ειρήνης. Τα σχέδια του πολλά. Αναπαλαίωση του χώρου, δημιουργία μουσείων, αξιοποίησή του ως κοινωνικού μοναστηριού, ανάδειξή του σε πόλο έλξης θρησκευτικού και μοναστικού τουρισμού, εκμετάλλευση του πηγαίου νερού που θεωρείται εφάμιλλο αυτού της Σάριζας.
Ανδριώτικα τοπία...
Από την ίδια σχεδόν οπτική γωνία...
Με διαφορετικούς φωτογραφικούς φακούς...
Τότε και τώρα...
ΧΩΡΑ: ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (τη φωτογραφία προσέφερε η Νίκη Κουρτέση - Andros Marine Travel) |
ΧΩΡΑ: ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (2014) |
Περί της νήσου Άνδρου.
Η μελέτη του αρχείου του ανδριακού Τύπου του 19ου αιώνα, στον ιδιαίτερα φιλόξενο χώρο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης, κρύβει πραγματικές εκπλήξεις!
Το ξεφύλλισμα των κιτρινισμένων φύλλων με την επικαιρότητα μιας άλλης εποχής, αποκαλύπτει τη διαχρονικότητα στον τρόπο με τον οποίο κινείται το ελληνικό κράτος. Η πολιτική και οι πολιτικοί, η αντιπαράθεση που κορυφώνεται την προεκλογική περίοδο κινούμενη σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους... οι οραματιστές, οι ιδεολόγοι, οι αγωνιστές... οι συμβιβασμένοι και οι ρεαλιστές... Από το 1870 μέχρι σήμερα κινούνται πεισματικά θαρρείς στο ίδιο πλαίσιο.
Καινοτόμοι υπήρχαν και τότε. Προτάσεις για αξιοποίηση του φυσικού πλούτου, τοπική παραγωγή και εξαγωγή των προϊόντων υπήρχαν και τότε. Αν κρίνει κανείς από τα αποτελέσματα και τότε όπως και τώρα το "ποσοστό απορρόφησης" ήταν πάντοτε ελάχιστο. Οι ιδέες έμεναν στα χαρτιά, οι λίγοι ή οι επιτήδειοι προόδευαν και ο τόπος παρέμενε αναξιοποίητος. Και τότε όπως και τώρα!
Οι "Ανδρίων Χρόνοι" θα παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά κείμενα, ξεκινώντας από το άρθρο "Περί της νήσου Άνδρου" που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Άνδρος", τη 13η Ιουλίου 1879 με προτάσεις ώστε, όπως αναφέρει, "να προκύψει ωφέλεια δια τους κατοίκους της φιλτάτης νήσου Άνδρου".
Ανδριώτικα τοπία...
Από την ίδια σχεδόν οπτική γωνία...
Με διαφορετικούς φωτογραφικούς φακούς...
Τότε και τώρα...
ΣΤΕΝΙΕΣ (αρχείο photoandros) |
ΣΤΕΝΙΕΣ 2014 |