ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΗΤΟΡΑΣ
Συνέντευξη στην ιστοσελίδα Ανδρίων Χρόνοι
Της Μανιώς Μάνεση
Στη διάρκειας 235 ετών παρουσία της στη θέση Αρχόντα, έξω από τα Αποίκια και πάνω από τις Στενιές, η Μονή Αγίας Ειρήνης γνώρισε την ακμή, αν και βραχύβια, στη συνέχεια τη διάλυση, την επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψη, την αφάνεια και την αναγέννησή της τον 21ο αιώνα…
Η δεύτερη περίοδος στην ιστορία της αρχίζει το 2007, οπότε η Μονή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Λευτέρη Πολέμη,. Ο Αποικιανός καπετάνιος με το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που τον διακρίνει από τα παιδικά του χρόνια, γίνεται όχι μόνον ανακαινιστής, αλλά ο δεύτερος κτήτορας της Μονής Αγίας Ειρήνης. Τα σχέδια του πολλά. Αναπαλαίωση του χώρου, δημιουργία μουσείων, αξιοποίησή του ως κοινωνικού μοναστηριού, ανάδειξή του σε πόλο έλξης θρησκευτικού και μοναστικού τουρισμού, εκμετάλλευση του πηγαίου νερού που θεωρείται εφάμιλλο αυτού της Σάριζας.
Αποκατάσταση της γκρεμισμένης Μονής
Αν και η απόκτηση του μοναστηριού ήταν μάλλον τυχαία, η αποκατάσταση και αξιοποίησή του γίνεται βάσει προγράμματος. «Ήρθε στα χέρια μου με τρόπο θαυμαστό… Να πω ότι με διάλεξε η Αγία Ειρήνη; Δεν το νομίζω …. Πάντως δεν την διάλεξα εγώ…» αναφέρει ο Λ. Πολέμης εξιστορώντας τον τρόπο με τον οποίο το μισογκρεμισμένο μοναστήρι ήρθε στα χέρια του : «Το 2006 με πλησίασε ο ιδιοκτήτης και μου πρότεινε να αγοράσω τον Αρχόντα, την περιοχή αυτή όπου μέσα είναι και το γκρεμισμένο μοναστήρι. Μου ζητούσε ένα υπερβολικό ποσό, 1,5 εκατομμύριο ευρώ! Ήταν κάτι εξωπραγματικό και τον απέτρεψα. Μετά από ένα χρόνο ξαναήρθε ο ίδιος χωρίς να το ζητήσω και μου λέει θα σου δώσω το μοναστήρι σε πολύ καλή τιμή. 150.000 ευρώ! Σοκαρίστηκα τόσο από το ποσόν αυτό που ήταν το 1/10 του προηγουμένου που δεν του πρότεινα κάτι λιγότερο. Έτσι το πήρα… το αμπελοχωράφιον μετά του εν αυτώ υπάρχοντος ύδατος και της εν αυτώ ερειπωμένης μονής».
Η παρουσία καλογήρων στο μοναστήρι σταμάτησε το 1843, καθώς στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία «αλλοδόξων», ο Λ. Πολέμης ωστόσο θεωρεί ότι η δημιουργία ενός ακόμη μοναστικού μοναστηριού είναι υπερβολή, με δεδομένη άλλωστε την ύπαρξη τεσσάρων μοναστηριών στην Άνδρο τα οποία δεν μπορούν να συντηρηθούν από πλευράς προσωπικού. Στο πλαίσιο αυτό, ο Λ. Πολέμης και οι κόρες του Αλίκη και Ιωάννα, προσανατολίζονται στην ανάδειξή του σε κοινωνικό μοναστήρι, αξιοποιώντας τους χώρους του για τη φιλοξενία παιδιών από ιδρύματα ή με προβλήματα υγείας, ώστε να περνούν ευχάριστα κάποιο χρονικό διάστημα ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Δυο μουσεία, το ένα με πετρώματα και το δεύτερο με γραφική ύλη, προετοιμάζονται εντατικά. «Ένας φίλος γεωλόγος, έχει μεγάλο αριθμό από κρυστάλλους, πέτρες και πετρώματα από την Άνδρο και όλη την Ελλάδα». Τα δυο δωμάτια που θα φιλοξενήσουν τη συλλογή, διαμορφώθηκαν ειδικά ώστε να αναδείξουν τα εκθέματα και να ενημερώσουν τον επισκέπτη. Ως δεύτερος μουσειακός χώρος επελέγη «ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο, πάνω από την πηγή, χωρίς ίχνος υγρασίας ώστε να βάλουμε ευπαθή αντικείμενα. Γραφική ύλη του 1900. Θα τοποθετήσουμε όμως και αφυγραντήρα να κρατάει την όποια υγρασία».
Ο Λ. Πολέμης αναφέρεται με λεπτομέρειες στις εργασίες αποκατάστασης του μοναστηριού και διαμόρφωσης των εσωτερικών χώρων που θα μπορούν να φιλοξενούν σειρά εξω-μοναστικών δραστηριοτήτων. Ο σεβασμός, το μεράκι αλλά και η ικανοποίηση για το αποτέλεσμα χαρακτηρίζουν την αφήγησή του.
«Το μοναστήρι έγινε όπως ήταν χτισμένο παλιά. Με ξύλο και πλάκες. Στις σκεπές, όπου υπήρχε χώμα, βάλαμε τσιμέντο το οποίο καλύφθηκε με πλάκες… Το μοναστήρι το φτιάξαμε ακριβώς όπως ήταν. Είχαμε οδηγό τα κομμάτια που δεν είχαν πέσει». Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης ξεκίνησαν από την εκκλησία η οποία είχε υποστεί μεγάλη φθορά. Αγιογραφίες δεν υπήρχαν στους τοίχους της. Από τον 19ο αιώνα, είχαν διατηρηθεί μόνο το λευκό ολοσκάλιστο μαρμάρινο τέμπλο και τα βημόθυρα του 1806, καθώς και η εικόνα της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου.
«Τα παράθυρα στον τρούλο ήταν σπασμένα και έμπαιναν νερά. Οι πόρτες σπασμένες. Έμπαιναν πουλιά, ζώα… Ασφαλίσαμε το οικοδόμημα με πόρτες και παράθυρα. Φτιάξαμε τα κεραμίδια, τα παραθυράκια του τρούλου να μην μπαίνουν πουλιά… Οι σοβάδες έπεφταν. Αποφασίσαμε έτσι να βγάλουμε το σοβά, μια πολύ δύσκολη δουλειά –απασχολήθηκαν πολλοί τεχνίτες- στη συνέχεια αρμολογήσαμε τους τοίχους, τους περάσαμε βερνίκι για να σταθεροποιηθεί. Έβγαζε χώμα και άμμο από το τσιμέντο. Έχει γίνει μια θαυμάσια εκκλησία, ο τρούλος είναι θαυμάσιος…. Θαρρείς και είναι μια γυναίκα με ένα «κατσουνάκι» που λέμε στην Άνδρο και τον έχει φτιάξει με το βελονάκι…» λέει ο Λ. Πολέμης,
Μετά την εκκλησία, σειρά είχαν το αρχονταρίκι και η τράπεζα, χωρητικότητας σαράντα ατόμων, τόσο για γεύματα όσο και για συσκέψεις, συνέδρια, σεμινάρια… Αυτονόητο το καλωσόρισμα των επισκεπτών. «Με εντολή μου, η κυρία Σούλα η οποία είναι εξαιρετικότατη και προσέχει το μοναστήρι, προσφέρει ρακί, καφέ, γλυκό σε όλους τους επισκέπτες, ξένους και γνωστούς».
Θρησκευτικός και Μοναστικός Τουρισμός
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο Λ. Πολέμης προσεγγίζει την προοπτική του θρησκευτικού / μοναστικού τουρισμού, επισημαίνοντας ωστόσο ότι δεν επιθυμεί τον μαζικό τουρισμό. «Θέλω ανθρώπους που πραγματικά πιστεύουν. Όχι μπήκαμε 100-200 στα πούλμαν και πάμε… Ο θρησκευτικός τουρισμός μπορεί να αναπτυχθεί εξαιρετικά. Χρειάζεται διαφήμιση, τα τουριστικά γραφεία να βάλουν και τα μοναστήρια στο πρόγραμμά τους. Κάποιος που έρχεται στην Άνδρο να μπορεί να δει και τα μοναστήρια. Η Αγία Ειρήνη είναι πολύ εύκολα προσβάσιμη, ο δρόμος φτάνει μέχρι την είσοδο. Η εκκλησία είναι πόλος. Θα φέρει κόσμο ως προσκυνηματικό τουρισμό». Η Μονή εορτάζει στις 5 Μαΐου και στις 29 Ιουλίου.
«ΥΔΩΡ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ»
Το πηγαίο νερό στον προαύλιο χώρο της Μονής, έχει τη δική του ιστορία. «Από την εποχή πριν τον πόλεμο του ’40 οπότε δεν υπήρχε αμαξιτός δρόμος, παρά μόνο ο κοινοτικός δρόμος προς τη Θεοτόκο, γεμίζανε νταμιτζάνες με πλέγμα απέξω ώστε να μην σπάνε, βάζανε φελλό, βουλοκέρι, σφραγίδα «ΥΔΩΡ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥ» και τις μετέφεραν με τα γαϊδουρομούλαρα. Η σφραγίδα αυτή βρέθηκε σε ένα χτήμα και την έχει ο ηγούμενος… Η πηγή ήταν ιδιοκτησίας της οικογένειας Λάμψα, των ιδιοκτητών του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία. Το νερό πήγαινε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και συνολικά σε δέκα ξενοδοχεία. Στο βιβλίο, «Ιαματικαί πηγαί της Ελλάδος», του 1900, αναφέρεται ότι είναι ένα από τα καλύτερα νερά των Βαλκανίων, εφάμιλλο αυτού της Σάριζας και ακόμη καλύτερο γιατί η Σάριζα όντας εντός οικισμού μπορεί στο μέλλον να μολυνθεί ενώ αυτό δεν έχει τέτοια πιθανότητα καθώς είναι στο βουνό».
Ο Λ. Πολέμης επισημαίνει τις δυσκολίες που υπάρχουν, καθώς το νερό λόγω διαφόρων μικροσεισμών και καθιζήσεων χανόταν κάτω από την εκκλησία δημιουργώντας έντονη υγρασία. Βάσει μελέτης ειδικού υδρολόγου, θα πραγματοποιηθούν εργασίες συντήρησης το φθινόπωρο, ενώ στις σκέψεις του Λ. Πολέμη είναι η εκμετάλλευσή του «προς όφελος της Μονής… αν μπορέσουμε να κάνουμε ένα μικρό εμφιαλωτήριο και να δουλεύουν 6-8 παιδιά από τα Αποίκια με ΙΚΑ και μεροκάματο, θα είναι καλό… Το έχω στο μυαλό μου».
Τα παιδικά χρόνια
Όνειρό του, η αρχαιολογία… «Αλλά ο πατέρας μου δεν είχε τα μέσα και ακολούθησα την πεπατημένη. Ισως και το μοναστήρι μετά από πολλά χρόνια μου έδωσε αυτήν τη χαρά να το στήσω με δική μου πρωτοβουλία, αλλά ακριβώς όπως ήταν παλιά».
Το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του επί χρόνια ιερέα των Αποικίων, παπα-Γιάννη και της βαθιά θρησκευόμενης Λασκαρώς, ο Λ. Πολέμης μεγάλωσε κοντά στην εκκλησία. «Πρώτα είπα το Πάτερ ημών, δεν είχα πάει στο δημοτικό ακόμη και μετά διάβασα… Ημουν 13 χρονών όταν ο πατέρας μου με έβαλε στο αναλόγιο και μου είπε από δω και πέρα είσαι ψάλτης. Το παράπονό μου ήταν ότι δεν ήξερα τι είναι Κυριακή, τι θα πει καλοκαίρι… Τότε ερχόταν πάρα πολλοί τουρίστες στα Αποίκια, ήταν άνθρωποι θρησκευόμενοι και πριν φύγουν έκαναν μια λειτουργία. Όταν λοιπόν οι άλλοι πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα, εγώ έπαιρνα τα «ιερά» δηλαδή μια βαλίτσα με τα σκεύη, τα άμφια και πηγαίναμε στα παρεκκλήσια. Το πρώτο που έκανα μόλις φτάναμε ήταν να ανάψω φωτιά, να κάνω κάρβουνα, γιατί δεν υπήρχαν καρβουνάκια για το θυμιατό. Και ψάλτης… Μέχρι που τελείωσα το γυμνάσιο και πήγα στη θάλασσα ήμουν από το πρωί μέχρι το βράδυ στην εκκλησία. Αυτό μου βγήκε σε όλη μου τη ζωή».
Η ζωή στα παιδικά χρόνια δεν ήταν εύκολη. «Την εποχή πριν και μετά το Πάσχα είχαμε συνήθως κατσίκες. Κάθε πρωί στις 4, έπρεπε να ανέβω στο βουνό να τις αρμέξω, να κατέβω, να πιω κάτι, να πάρω δρόμο για το γυμνάσιο στη Χώρα. Μια διαδρομή 7,5 χιλιόμετρα. Συνήθως κυνηγούσα τα άλλα παιδιά, έτρεχα, τα άλλα παιδιά είχαν προηγηθεί. Πάνω από το λιμάνι συναντιόμασταν με τα παιδιά από τις Στενιές. Πάνω από 100 παιδιά, πάνω από το μισό γυμνάσιο ήμασταν από Αποίκια και Στενιές».
Ο πατέρας μου ήταν και παπάς και ζευγάς, αναφέρει ο Λ. Πολέμης αφηγούμενος με γλαφυρό τρόπο αναμνήσεις από τη ζωή στα χτήματα της οικογένειας και τη λειτουργία του τηλεφωνείου – τηλεγραφείου των Αποικίων. «Θυμάμαι μια φορά, καλοκαίρι, μου λέει η μητέρα μου πήγαινε στο τάδε χτήμα, γέμισε ένα καφκάρικο καλάθι σύκα και πήγαινε στη Σάριζα να τα πουλήσεις. Εβαλα τα κλάματα, ντρέπομαι, δεν θέλω… Όχι … θα πάς! Πήρα το καλάθι, πήγα τελικά στη Σάριζα με τα σύκα κάθισα εκεί, δεν έλεγα τίποτα… Φαινόταν τα σύκα όμως. Βγαίνει μια κυρία, μου λέει έχεις σύκα; Τα πουλάς; Πόσο; Τόσο… Αυτή μπήκε στο καφενείο του Καρασταμάτη, είχε πολύ κόσμο, ήρθαν και άλλοι καμιά 15αριά και ώσπου να πεις κρεμμύδι πάνε τα σύκα. Είχα ξεπουλήσει. Πάω στο σπίτι λοιπόν, δίνω τα λεφτά στη μητέρα μου, μου λέει αυτό κράτα το εσύ… Ξέρεις, μου είπε γιατί σου το έκανα; Για να μην ντρέπεσαι για τη δουλειά. Οποιαδήποτε δουλειά, δεν έχει τίποτα να σκεφτείς, φτάνει να είναι έντιμη. Πήγες στο χτήμα σου, μάζεψες τα σύκα σου και πήρες τα λεφτά σου. Αυτό το θυμάμαι πάντα… αυτό μου είπε η μάνα μου και το θυμάμαι πάντα, πάρα πολύ καλά»
Η επαφή με τη ναυτιλία
Ο Λ. Πολέμης δούλεψε σκληρά, μη διστάζοντας πολλές φορές να ρισκάρει αφήνοντας στην άκρη τη βεβαιότητα του σίγουρου εργασιακού περιβάλλοντος προκειμένου να εξασφαλίσει εκείνο το ευρύτερο πλαίσιο που θεωρούσε ότι του ταίριαζε. Κινήθηκε με αυτοπεποίθηση, χωρίς φόβους και αναστολές. «Ήμουν άνθρωπος με θάρρος. Έφυγα και πήγα στη Μανίλα και έκανα γραφείο τον καιρό που οι άλλοι με κορόιδευαν. Έχω πάει 113 φορές τα 28 χρόνια… Αυτό το γραφείο δεν το αφήνω με τίποτα. Το γραφείο αυτό στέλνει Φιλιππινέζους ναυτικούς σε όλον τον κόσμο μιλάμε σε μεγάλη έκταση, 3.500 ανθρώπους. Στα βήματα μου πάτησαν αρκετοί και έγιναν μεγάλοι και τρανοί…»
Η πρώτη εμπειρία από το ναυτικό επάγγελμα μάλλον δεν ήταν θετική. Αν και επιδίωξε να ξεμπαρκάρει, αντικειμενικές δυσκολίες τον υποχρέωσαν να μείνει για «4 χρόνια παρά μια εβδομάδα» μακριά από το σπίτι του.
«Όταν απολύθηκα και από το στρατό στη συνέχεια, ήμουν ήδη 25 χρονών. Τότε πήρα το δίπλωμα ανθυποπλοιάρχου και γύρισα στα Αποίκια. Για πρώτη φορά μπήκα στο καφενείο Καρασταμάτη και παράγγειλα ένα ούζο, διότι ήμουν άνδρας πια με δίπλωμα ανθυποπλοιάρχου στην τσέπη. Όταν ήμασταν εμείς στο σχολείο δίνανε κατευθείαν μια εβδομάδα αποβολή αν σε βλέπανε ακόμη και με τον πατέρα σου στο καφενείο. Δεν ήξερα τι θα πει καφενείο. Και τότε μπήκα –θυμάμαι- και κατάλαβα ότι ήμουν άνδρας πια».
Αναγνωρίζει ότι έτυχε με καλούς πλοιάρχους οι οποίοι τον βοήθησαν να αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία ώστε «όταν έγινα καπετάνιος ήμουν τόσο καλά καταρτισμένος που δεν αποδέχθηκα αυτό που έλεγε σε όλους μας η Orion πήγαινε 6 μήνες υποπλοίαρχος και θα δούμε αν αξίζεις να σου δώσουμε καπετανιλίκι. Εγώ είπα αυτό δεν το δέχομαι. Δεν θέλω υποπλοίαρχος, δεν πάω. Και πραγματικά πήγα καπετάνιος και εξελίχθηκα πολύ γρήγορα…»
Όταν είδε ότι δεν υπήρχε προοπτική να δουλέψει στα γραφεία της Orion, δεν δίστασε να αλλάξει εταιρεία. Η τετραετία στην εταιρεία του Χατζηιωάννου είχε πολύ φόρτο εργασίας, του πρόσφερε ωστόσο την τεχνογνωσία για τη δημιουργία του γραφείου στις Φιλιππίνες την οποία αξιοποίησε μετά και την επόμενη εταιρεία την οποία εγκατέλειψε γιατί «κάποια στιγμή ανακάλυψα ότι ο βοηθός μου έβγαζε περισσότερα από μένα –διότι εγώ δεν ζητάω ποτέ, δεν είμαι ζητιάνος δεν είμαι επαίτης, θέλω ο άλλος να αναγνωρίζει το έργο μου… Όταν το ανακάλυψα στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Δήλωσα παραίτηση. Και τότε σκέφθηκα «ξέρεις κάτι που δεν ξέρουν πολλοί. Πώς ανοίγει ένα γραφείο στη Μανίλα». Όλη αυτή η γραφειοκρατία, είχε περάσει από τα χέρια μου. Έφυγα και πήγα κάτω. Ζήτησα μάλιστα από κάποιον να κάνουμε μαζί τη δουλειά. Μου λέει τρελός είσαι θα πάω 11000 μίλια μακριά να κάνω τη δουλειά; Όταν εξελίχθηκα και πήρα το πρώτο βαπόρι μου, ήρθε… του λέω όταν σε ήθελα δεν ήρθες, τώρα είναι αργά».
Στο χώρο των πλοιοκτητών μπαίνει το 1999, με τρία πλοία, τα «Παπα-Γιάννης», «Μάνα» και «Αλια» (από τα ονόματα των παιδιών του), τα οποία στη συνέχεια πούλησε και μάλιστα σε μια περίοδο που «η θάλασσα ανέβαινε και έχασα πολλά χρήματα αλλά... Ηταν μια απόφασή μου την οποία τιμώ». Ενεργοποιήθηκε εκ νέου ως πλοιοκτήτης πριν από δυο χρόνια. «Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, είναι επιστήμονες, είναι στην εταιρεία, το ίδιο και ο γαμπρός μου ο Αντώνης… αποφάσισα και ξαναμπήκα…»
Η περίοδος είναι δύσκολη για την ναυτιλία. Τα πλοία που διαθέτει είναι σύγχρονα και στους ναύλους έχουν τον πρώτο λόγο, παρόλο που αυτήν την εποχή δεν είναι πολύ καλοί. Ο ίδιος πιστεύει ότι η ναυτιλία κάνει κύκλους, δεν έχει σταματήσει ποτέ. «Η στεριά πεθαίνει, η θάλασσα αρρωσταίνει απλώς. Κάποια στιγμή θα ανέβει πάλι»τονίζει, επισημαίνοντας την ανάγκη τα παιδιά να γυρίσουν στη ναυτιλία.
«Η Ανδρος έχει μεγαλουργήσει από τη ναυτιλία και από τον τουρισμό. Τώρα που οι δουλειές είναι δύσκολες, υπάρχει μια τάση να γυρίσουν στη ναυτιλία. Αυτό μου αρέσει πολύ. Όταν βλέπω παιδιά να πηγαίνουν για πανελλήνιες, τους λέω πηγαίνετε στη θάλασσα. Δεν έχετε να χάσετε τίποτα. Αγόρια και κορίτσια. Δεν έχετε να χάσετε τίποτα».