Ντορίνα Αμωράτη
Επιστροφή στην Ανδρο και την οικογενειακή επιχείρηση
Της Μανιώς Μάνεση
Με σπουδές στην επιχειρησιακή έρευνα, μεταπτυχιακό σε θέματα ολικής ποιότητας η Ντορίνα Αμωράτη
ακολούθησε επί μια 15ετία, έντονη επαγγελματική δραστηριότητα.
|
Εργάστηκε ως σύμβουλος επιχειρήσεων, ασχολήθηκε με πιστοποιήσεις, ήταν εισηγήτρια σεμιναρίων για το προσωπικό επιχειρήσεων, εκπροσώπησε εταιρείες σε ευρωπαϊκά προγράμματα έκανε πολλά ταξίδια και είχε συνεχή επικοινωνία με πολύ κόσμο. Η εμπλοκή της ωστόσο με την επιχείρηση του πατέρα της, Αντώνη Αμωράτη, περιοριζόταν σε μνήμες από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, τα καλοκαίρια στην αποθήκη ξυλείας του παππού, στο αποθηκάκι με το νέφτι στο μαγαζί της Χώρας. Ολα άλλαξαν το καλοκαίρι του 2012. Ο Αντώνης Αμωράτης έφυγε στις 30 Ιουνίου. Η απουσία του, δύο και πλέον χρόνια μετά είναι αισθητή. Οχι στην επιχείρηση η οποία λειτουργεί άψογα στα χέρια της τρίτης γενιάς Αμωράτη που ασχολείται με το εμπόριο...
|
αλλά στην αφήγηση της Ντορίνας η οποία έκανε μια σημαντική στροφή στη ζωή της, περισσότερο για συναισθηματικούς παρά για επαγγελματικούς λόγους.
«Εκείνο που δεν θέλαμε, μας έπεφτε πολύ βαρύ, να κλείσει το μαγαζί. Μαζί με τον μπαμπά να σταματήσουν και κάποια πράγματα που ήταν ταυτισμένα με εκείνον… Όταν ο πατέρας μου έφυγε, λέγαμε με την αδελφή μου... τώρα πώς θα κατεβούμε την αγορά και θα λείπει αυτός ο άνθρωπος, τελείωσε η Ανδρος για μας... Αυτά τα λέγαμε τις τελευταίες ημέρες. Όταν έφυγε ήρθαμε βέβαια στην Ανδρο. Και ξαφνικά βρεθήκαμε, επειδή ερχόταν κόσμος στο μαγαζί, να είμαστε εμείς με την αδελφή μου εδώ στο ταμείο και να εξυπηρετείται ο κόσμος. Χωρίς να έχουμε πει ότι κρατάμε ανοιχτό το μαγαζί. Αυτή η διαδικασία άρχισε 6-7 Ιουλίου», θυμάται με φανερή τη συναισθηματική φόρτιση η Ντορίνα Αμωράτη.
Στην αρχή για να τακτοποιηθούν κάποιες εκκρεμότητες που υπήρχαν. Χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιήσει είχε ουσιαστικά παρακολουθήσει τον τελευταίο μήνα ένα επιμορφωτικό σεμινάριο για τη λειτουργία της επιχείρησης, με εισηγητή τον πατέρα της!
«Οσο είμαστε στο νοσοκομείο τηλεφωνούσαμε καθημερινά στο μαγαζί. Ο πατέρας μου, μου έλεγε εμένα τι ήθελε και εγώ μιλούσα με τον υπάλληλο που είχαμε, τον κ. Δημήτρη, τι ελλείψεις υπάρχουν, τι διαθέσιμα… Άρχισα έτσι να μπαίνω δειλά – δειλά χωρίς να το καταλαβαίνω εκείνη τη στιγμή. Μου ζήτησε να του πάω το μπλοκ των επιταγών του για να δούμε τις εκκρεμότητες που είχε σε προμηθευτές και μου έδειξε τον τρόπο που δούλευε τις επιταγές. Με ετοίμασε μάλλον, αλλά για να κινηθεί το μαγαζί. Έμπαινα στη διαδικασία, αλλά για να βοηθήσω τον πατέρα μου μέχρι να βγει από το νοσοκομείο. Ζούσαμε με αυτήν την ελπίδα. Βάσει αυτής της λογικής υποτίθεται ότι τον βοηθούσα στα καθημερινά... Όταν έφυγε ο πατέρας μου, μπήκαμε στο μαγαζί με την αδελφή μου για να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες. Με ρίγος, δέος μπήκαμε εδώ και έλειπε ο πατέρας μου... |
Στην αρχή ερχόμασταν με κλειστή την πόρτα, να μας πει ο κ. Δημήτρης κάποια πράγματα, να τακτοποιήσουμε. Σιγά – σιγά αρχίσαμε να το δουλεύουμε. Ο κλήρος έπεσε σε μένα γιατί εγώ ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας και μπορούσα να το κάνω. Η αδελφή μου είναι καθηγήτρια φιλόλογος. Παρόλο που έκατσε εδώ 2 μήνες, έπρεπε να φύγει γιατί άρχισε το σχολείο».
Η επόμενη μέρα της επιχείρησής του, προβλημάτιζε ιδιαίτερα τον Αντώνη Αμωράτη, ο οποίος έβλεπε ότι οι δύο κόρες του είχαν άλλους προσανατολισμούς. «Όταν ήμασταν πιο μικρές πριν φύγουμε από την Ανδρο για σπουδές, ερχόμασταν με την αδελφή μου όταν είχε κόσμο το καλοκαίρι και καθόμασταν στο ταμείο… Βάζαμε και κανένα νέφτι, μου άρεσε αυτή η διαδικασία. Θυμάμαι πήγαινα μέσα στο αποθηκάκι, είχε έναν τενεκέ με νέφτι, ένα χωνί και έπαιρνα τα μικρά μπουκαλάκια της χλωρίνης και τα γέμιζα. Τότε δεν ήταν συσκευασμένο το νέφτι. Αυτή ήταν η μόνη εμπλοκή που είχα εγώ και η αδελφή μου. Και ποτέ βέβαια δεν μας είχε πιέσει να έρθουμε στο μαγαζί. Εβλεπε ότι δεν υπήρχε ενδιαφέρον από μας… Νομίζω όμως ότι ήλπιζε νομίζω κάπου σε μένα, ότι μπορεί και να ήθελα να ασχοληθώ. Και επειδή ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, το κρατούσε ανοιχτό, μήπως και…
Κάποια στιγμή έβαλε και ένα πωλείται δειλά – δειλά, αλλά το έβαλε εδώ πίσω να μην φαίνεται … εκεί μείναμε. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του, έλεγε "τι θα κάνετε τώρα; Σας αφήνω βαρύ φορτίο". «Αν δεν μπορείς να κατεβαίνεις στο μαγαζί, θα είσαι στο σπίτι, θα δω και εγώ τι θα κάνω, ίσως τα καταφέρω να έρχομαι μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Ανδρο». "Δηλαδή σκέφτεσαι κάτι να κάνεις;" «Δεν ξέρω του λέω, θα δούμε, αν χρειαστεί…»
Αν και η ζωή της ήταν διαμορφωμένη στην Αθήνα, «η απόφαση δεν πάρθηκε. Ηταν αυθόρμητο, κύλησε». Ισως να αισθάνθηκε ότι το όφειλε στον πατέρα της, ο οποίος μετά από κάθε δυσκολία του κατέφευγε στο χώρο αυτό, που τον χαρακτήριζε "το οξυγόνο" του, "για να αναπνεύσει". Στην απόφαση σημαντικό ρόλο έπαιξε και η υποστήριξη του συζύγου της, ο οποίος έχοντας μια ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα της, «λατρεία» την χαρακτηρίζει, ένοιωθε την ανάγκη να συνεχιστεί η επιχείρηση, η οποία είναι ιδιοκτησίας Αμωράτη από το 1960.
Στο συγκεκριμένο οίκημα, στο κέντρο της Χώρας, βρίσκεται από το 1900 –κατά κάποιες πηγές από το 1880- το μαγαζί με είδη κιγκαλερίας και οικοδομικά υλικά. Από τον Ιωάννη Τσατσόμοιρο, τον ιδιοκτήτη των αρχών του 20ου αιώνα, η επιχείρηση πέρασε γύρω στο 1906-1908 στον Καρυστινάκη –επί του οποίου διέθετε και μπακαλιάρο! - για να επανέλθει στον προηγούμενο ιδιοκτήτη μια δεκαετία μετά. Στο υπόγειο πάντα ήταν το μονοπώλιο δηλαδή σπίρτα, πετρέλαιο και αλάτι.
Επόμενος ιδιοκτήτης, από το 1924 έως το 1960, ο Δημήτρης Μπόνης από τον οποίο το αγόρασε ο Αντώνης Αμωράτης. Στο γραμμένο στη γραφομηχανή συμβόλαιο του 1960, μεταβιβάζεται η επιχείρηση, το σύνολο των εμπορευμάτων, όχι όμως και ο εξοπλισμός –ράφια, πάγκοι, βιτρίνες-που έμεινε στην ιδιοκτησία του Μπόνη μέχρι το 1962 οπότε και αγοράστηκαν από τον Α. Αμωράτη. Πολύτιμη "προίκα", ο Αριστοτέλης, υπάλληλος ανεκτίμητης αξίας που εξελίχθηκε σε "σήμα κατατεθέν" του μαγαζιού.
«Ο παππούς μου Θόδωρος Αμωράτης, το τρίτο από τα δώδεκα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας, μαζί με τον πρωτότοκο αδελφό του Μιχάλη είχαν παντοπωλείο. Από τις αφηγήσεις εκείνος που ήταν ο εξαιρετικός έμπορος ήταν ο Μιχάλης αλλά πολύ καλός πωλητής ήταν ο Θόδωρος –ήταν πρόσχαρος με τους πελάτες- και έκαναν ένα πολύ καλό συνδυασμό οι δυο τους γι’ αυτό και πήγαιναν πολύ καλά».
Πτυχιούχος Παντείου, ο Α. Αμωράτης ήθελε να ασχοληθεί και αυτός με το εμπόριο. «Ανοιξαν έτσι μαζί με τον παππού ένα ποτοποιείο. Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει ότι ήξερε να φτιάχνει κάποια ποτά. Όταν τελείωσε τις σπουδές του και το στρατό, ήθελε ένα πιο καλό εμπόριο. Στην αρχή σκεφτόταν το υαλοπωλείο του Χρηστίδη, που τότε ήταν ένα πολύ ωραίο μαγαζί με πολύ καλά πράγματα, τα καλύτερα σερβίτσια… Τελικά αγόρασε αυτό και μαζί με τον παππού ξεκίνησε εδώ. Αυτή η επιχείρηση ειδικά εκείνη την εποχή πήγαινε πολύ καλά… Τώρα είναι δύσκολες οι εποχές, πολύ διαφορετικά… Η κρίση έχει πλήξει ειδικά την οικοδομή. Αλλά μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν μόνο ο Αμωράτης και ο Πανταζής, όπως ήταν πιο παλιά ο Μπόνης και ο Χανός».
Τα μαγαζιά αυτά είχαν ό,τι απαιτείται για μια οικοδομή. Η μάντρα της επιχείρησης Αμωράτη, με σιδηρικά, σωλήνες, τούβλα, κεραμίδια, ήταν στο Νειμποριό. «Στο πατρικό σπίτι του παππού, το κάτω μέρος ήταν αποθήκη με ξυλεία. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, που πηγαίναμε στον παππού να τον βοηθήσουμε, υποτίθεται, τη χαρακτηριστική μυρωδιά του ξύλου. Θυμάμαι… ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος με μια μεγάλη πλάστιγγα και ράφια που πάνω είχε τα ξύλα… και τη χαρακτηριστική μυρωδιά… τη θυμάμαι ακόμα και τώρα».
Περισσότερο από έναν αιώνα τώρα, το μαγαζί με την ταμπλαδωτή ξύλινη πόρτα, το εντυπωσιακό ταβάνι με τους κορμούς κυπαρισσιών, τα ράφια και τα ξύλινα κουτιά τα γεμάτα χίλια δυό πράγματα που αναζητάει ο πελάτης, άλλαξε χέρια όχι όμως στυλ!
«Πολύς κόσμος το καλοκαίρι μπαίνει και φωτογραφίζει. Είναι και το κτίριο, με το ταβάνι από κυπαρίσσια, παρόλο που είναι παλιό και έχει φθορές, αρέσει… Λένε ότι αν κοπούν τα κυπαρίσσια τη σωστή εποχή κρατάνε μια ζωή! Συνεχίζουμε την παράδοση… Προσπαθώ να ανανεώσω την επιχείρηση διατηρώντας πάντα το στυλ που είχε. Δεν θέλω να το αλλάξω, μόνο ό,τι είναι απαραίτητο για τον εκσυγχρονισμό. Το μηχάνημα ανάμιξης χρωμάτων πχ είναι απαραίτητο. Επιβάλλεται πια. Με ενδιαφέρει να υπάρχει η επιχείρηση, να εκσυγχρονιστεί, να συνδυαστεί το παρελθόν με το μέλλον. “Παραδοσιακά … σύγχρονο!” αυτό θέλω!»
Διανύει πλέον την τρίτη χρονιά ενασχόλησης της με την οικογενειακή επιχείρηση. Πολλά έχουν αλλάξει, πολλά έχει αναθεωρήσει. «Όταν μπήκα εδώ δεν ήξερα τη διαφορά της λαδομπογιάς από το πλαστικό. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ με το είδος. Αρχισα σιγά - σιγά να μπαίνω στο νόημα. Με ενδιέφερε να μάθω το αντικείμενο και γι’ αυτό ενδιαφέρθηκα να το μάθω. Εβρισκα βιβλία με εργαλεία, έμαθα για τι χρειάζεται το ένα για τι το άλλο, τις διαφορές... Είδα κάποια προϊόντα στα οποία ήμασταν πιο ακριβοί, γιατί ήμασταν πιο ακριβοί. Ο πατέρας μου είχε κάποιες πάγιες συνεργασίες με προμηθευτές που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες, οπότε προσπάθησα σε ορισμένες εταιρείες να πάω απευθείας στην πηγή για να πετύχω καλύτερους όρους και εκπτώσεις… Πρέπει να οργανώσω τη μηχανογράφηση… Στην αρχή το είχα πάρει πιο επιπόλαια το θέμα, είχα πει ότι θα κάθομαι εδώ και θα φεύγω κάποιες μέρες… Αυτό δεν γίνεται! Αν δεν είσαι εδώ συνέχεια δεν δουλεύει το μαγαζί. Μπορεί ο υπάλληλος να ξέρει να εξυπηρετήσει τον πελάτη καλύτερα, όμως ο πελάτης θέλει να δει εσένα. Ερχεται στο μαγαζί για σένα…»
Μιλάει με πολύ θαυμασμό για τον πατέρα της, ο οποίος όπως λέει τους πρόσφερε απλόχερα τα πάντα. «Τον είχαμε το γλυκό μπαμπά που μπορούσαμε να συζητήσουμε μαζί του, με λύσεις εναλλακτικές κάθε φορά… Οταν έφυγε μας μιλούσαν άνθρωποι και μας έλεγαν πράγματα που δεν τα ξέραμε. “Μου έσωσε τη ζωή” είπε κάποιος, “έφτιαξα το σπίτι μου χάρη του” μας είπε μια κυρία… Επίσης έχω εντυπωσιαστεί με τη γνώμη των προμηθευτών για τον πατέρα μου. Δεν έχει περάσει ένας από τους ανθρώπους αυτούς, τους πιο παλιούς που να μην μου πει, όχι τα καλύτερα λόγια αλλά τι έμπορος ήταν αυτός, τη σχέση που ανέπτυσσε με τους προμηθευτές του.»
Η Ντορίνα Αμωράτη, βρέθηκε έτσι ξαφνικά, να γυρίζει στην Ανδρο. Οι μέρες της είναι γεμάτες. Οι ώρες που πρέπει να αφιερώσει στο μαγαζί είναι πολλές. Οι υπόλοιπες καλύπτονται από «εναλλακτικούς τρόπους, όπως το να πας έναν περίπατο, να βρεθείς με κάποιους φίλους, να ακούσεις μουσική, να συμμετέχεις σε ομάδες όπως ο μουσικός σύλλογος». Μια νέα δυναμική γυναίκα, που έκανε ένα μεγάλο βήμα σε μια δύσκολη περίοδο. Η αίσθηση που δίνει στο συνομιλητή της, είναι ότι η υπό συναισθηματική φόρτιση αρχική απόφασή της, έχει γίνει πλέον μια συνειδητή επαγγελματική επιλογή.