Ετών 97... Σύγχρονος και διαχρονικός!
Της Μανιώς Μάνεση
Μυαλό κοφτερό… Αγάπη για τη ζωή, αστείρευτο χιούμορ και η αφήγηση της δικής του πολύχρονης ιστορίας, με τη χαρακτηριστική βροντερή φωνή του, αποτελεί μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα εμπειρία. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «Έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ήταν και καινούργιος. Σύγχρονος, διαχρονικός»… «Έκανα πολλά στη ζωή μου», λέει και η συγκίνηση είναι φανερή στη φωνή του.
Γεννημένος το Γενάρη του 1919 στις Στενιές της Άνδρου, σε μια εύπορη οικογένεια με πέντε παιδιά, ο Γιώργης Μπουκουβάλας, έχει ζήσει αλλαγές, ανατροπές, μεταρρυθμίσεις, πόλεμο, κατοχή και φυσικά πολλές θαλασσινές περιπέτειες ως καπετάνιος που ήταν. Όλα ξεδιπλώνονται στις κουβέντες που κάναμε, πότε κάτω από την κληματαριά στο σπίτι του στις Στενιές, πότε στο σπίτι του στην Αθήνα. Τα παιδικά χρόνια στο ανδριώτικο χωριό της δεκαετίας του 1920, έχουν τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, αλλά και την ανεμελιά των χρόνων εκείνων. Χαρακτηριστικά στοιχεία στις αφηγήσεις του, η νοσταλγία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί και η ικανοποίηση για τα πεπραγμένα...
Συζητώντας κάτω από την κληματαριά, στην Άνδρο
(φωτογραφία από το αρχείο της Μανιώς Μάνεση)
Τα παιδικά χρόνια στις Στενιές
«Όταν ερχόταν οι πατεράδες από το ταξίδι, κάνανε γλέντια. Σε ένα από αυτά, παιδάκι ήμουνα, λέει ο πατέρας μου ‘δεν πας σπίτι να φέρεις την κιθάρα’. Είχε κιθάρα βλέπεις, το γλέντι ήταν σε ένα γειτονικό σπίτι. Τότε το χωριό ήταν όλο σκαμμένο. Ανοίγανε λάκκους στους δρόμους για τους νεχιτούς, να φεύγουν τα νερά. Βράδυ, δεν είχε και φώτα, πέφτω εγώ σ΄ ένα λάκκο, πάνε τα σαγόνια μου. Με τρέχανε στη Χώρα, στο γιατρό της ασπιρίνης!» θυμάται και το πρώτο σχόλιο για εκείνη την εποχή, είναι γεγονός. «Το μόνο που υπήρχε ήταν η ασπιρίνη. Υπήρχε και το κινίνο, το οποίο ήταν σε σακούλες και τόπαιρνες με το κουτάλι και έπινες».
Τα μαθητικά χρόνια ξεκινούν. Πρώτη τάξη στο παλιό σχολείο, συνέχεια στο Δημοτικό σχολείο στην πλατεία, όπου τότε υπήρχε μόνο η γνωστή και τώρα ως η «μεγάλη αίθουσα» και ένα υπόστεγο για τους μικρούς μαθητές, στο οποίο αργότερα χτίστηκε η δεύτερη, η «μικρή» αίθουσα. Ζει μια από τις πολλές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της χώρας.
«Στο σχολείο αυτό έβγαλα από την 1η μέχρι την 4η τάξη. Εκείνη τη χρονιά, ήταν να πάω στη Χώρα, στο Ελληνικό Σχολείο. Γίνεται όμως ανακατάταξη των σχολείων και κάναμε δύο τάξεις ακόμη, πέμπτη και έκτη. Μέχρι τότε πηγαίναμε τέσσερα χρόνια δημοτικό, δύο χρόνια ελληνικό, ένα σχολαρχείο και τέσσερα χρόνια ήταν το γυμνάσιο που έπρεπε να πας στη Σύρα».
Το 1931 ο Γιώργης Μπουκουβάλας ξεκινάει τη φοίτησή του στο γυμνάσιο. Καθημερινή διαδρομή Στενιές – Χώρα και επιστροφή. Πάντα ποδαρόδρομο. «Ξυπόλητοι φεύγαμε από δω. Πολλές φορές στο Νειμποριό, περιμέναμε να φύγει το κύμα για να περάσουμε. Τότε δεν υπήρχε ο δρόμος. Βγάζαμε έτσι τα παπούτσια μας και περιμέναμε. Βέβαια τις περισσότερες φορές βρεχόμασταν». Και τα παπούτσια είχαν τη δική τους σημασία εκείνη την εποχή… «Όσο πιο πολλά καρφιά είχε το παπούτσι τόσο πιο πλούσιος ήσουνα. Παίρναμε καρφιά, τα καρφώναμε και μετά λέγαμε: ‘μέτρα!’».
Καλός μαθητής, «σε πολλά ήμουν πρώτος» λέει με καμάρι, θυμάται τον καθηγητή των αγγλικών «τον είχε βάλει ο Εμπειρίκος, έναν Εγγλέζο, άνδρα της καθηγήτριας των γαλλικών, Νίνα Μουσταζή λεγόταν… ωραία γυναίκα!... δεν πηγαίνανε τα παιδιά, μόνο εγώ πήγαινα», ο οποίος τον συνόδευε μέχρι το Νειμποριό αφού το απόγευμα που έφευγε από τη Χώρα είχε πια νυχτώσει, ειδικά τους χειμωνιάτικους μήνες, αλλά και το γυμνασιάρχη Σημιτζή «από τους καλύτερους γυμνασιάρχες που πέρασαν. Αυτός μας έκανε μια αίθουσα, μεσημεριανή. Τα μεσημέρια το χειμώνα, δεν ξέραμε πού να πάμε, γυρίζαμε εδώ και εκεί, στα βουνά στις θάλασσες και πήγα μια μέρα στο γυμνασιάρχη και του λέω κύριε γυμνασιάρχα δεν μπορούμε να έχουμε λίγη ζεστασιά;» θυμάται και η φωνή του σπάει… Τα χρόνια δύσκολα. Μεσημεριανό φαγητό στο εστιατόριο του Μπρισίμη, στις Πλακούρες και χρόνος για ξενοιασιά και γιατί όχι και για κάποιες σκανταλιές.
«Το φαΐ μας ήταν μισή μερίδα, μισή μερίδα από όλα. Αλλά πολλές φορές τι κάναμε. Ξέροντας ότι μισή μερίδα είναι πιο πολύ από τη μισή, λέγαμε δώσε μας άλλη μια μισή και έτσι τρώγαμε περισσότερο από το κανονικό και χορταίναμε. Μετά πηγαίναμε στο γαλακτοπωλείο του Κοσμά παραπάνω, και εκεί ξεσπούσαμε σε αυτόν ώσπου να έρθει το απόγευμα. Δεν αφήναμε κανένα πελάτη να μπει μέσα. Τι να κάμει ο Κοσμάς, τα υπέμενε όλα, δεν είπε κουβέντα σε κανέναν, να πει βρε παιδιά αφήστε και κανέναν άλλο να μπει. Και έτσι δεν αφήναμε κανέναν να έρθει, πιασμένα όλα τα τραπέζια. Παίρναμε ρυζόγαλα, σάμαλι». Επιστροφή στο χωριό γύρω στις έξι το απόγευμα. Διάβασμα και ύπνος για να σηκωθεί το πρωί, να πάει στην Πεντάβρυση με το σταμνί για νερό. «Γεμίζαμε 2 σταμνιά νερό να έχουμε να πίνουμε. Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ αγόρασε ένα βαρέλι, τούκαμε μια τρύπα και αυτό το γεμίζαμε από το ρέμα, το χρησιμοποιούσε η μάνα μου για τις δουλειές του σπιτιού».
Ο ελεύθερος χρόνος περνούσε με παιχνίδια στους δρόμους του χωριού, θυμάται τους γυρολόγους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και μια φορά έναν τον κυνήγησαν γιατί τον πέρασαν για κλέφτη, τις ξόβεργες για να πιάνουν τα πουλιά, τις τρακατρούκες και τα τρίγωνα για το Πάσχα που «τα έφερνε ο Θοδόσης ο Φαλαγκάς, είχε μπακάλικο, από τη Σύρα μέσα σε τσουβάλια με πίτουρο και μετά τα πούλαγε»… Και στη συνέχεια… Η ηλικία απαιτεί και άλλου είδους ενασχολήσεις! «Είχαμε αγαπητικές ως νέοι. Τις κοπέλες τις είχαμε και στο σχολείο μέσα, όλες ήταν πλεξουδιασμένες και τις πηγαίναμε και τις σεργιανούσαμε εδώ και εκεί κατευθύνοντάς τις... Όταν πια μεγάλωσα και έφυγα από τα σχολεία είχα τις αγαπητικές!!!» λέει και ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό του, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του στο γυναικείο φύλο. «Το στοιχείο μου!!!» λέει και γελάει.
Ο Γιώργης Μπουκουβάλας σε νεαρή ηλικία
(Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο τιυ Γ. Μπουκουβάλα)
Το πρώτο μπάρκο και η προπολεμική περίοδος
Το όνειρό του να πάει στη Σχολή Δοκίμων, προσκρούει στην απαίτηση της μάνας να μπαρκάρει. Η θέση βρίσκεται εύκολα, αφού ο Δημήτρης Πολέμης, ο «Πίκουλος», γείτονας και καπετάνιος φεύγει εκείνη την περίοδο για μπάρκο. «Και μου δίνει η μάνα μου ένα σάκο μουσαμαδένιο, ο οποίος ήταν στενός και μακρύς. Εκεί μέσα μου είχε το στρώμα διπλωμένο, στρωματοθήκη γιατί μας έδιναν άχυρα και πολλές φορές έβαζα καλαμπόκια μέσα για στρώμα. Και μου έδωσε μαζί και ένα καλάθι. Το καλάθι ήταν γεμάτο γλυκά. Άνθος γλυκό, ρόδο, κυδώνι και τα έβαλε στο καλάθι. Πήγαμε Θεσσαλονίκη. Πρώτο καράβι το «Ωρωπός». Εγώ, τζόβενο... Ναυτόπαις».
Πρώτο ταξίδι στο ρουμάνικο λιμάνι, Μπράιλα, να φορτώσουν καλαμπόκι για την Ιρλανδία. Περνώντας από το Λαύριο, αλλάζουν πληρώματα. Χαρακτηρίζεται υπεράριθμος, παραμένει ωστόσο ως άμισθος.
«Όταν βγήκαμε στη Μεσόγειο, επειδή το καράβι είχε φορτωθεί έμπλωρο, μας βάζουν λοιπόν με τα καρότσια και φορτώνομε από την πλώρη και το πηγαίναμε στην πρύμνη... Ερχόταν εν τω μεταξύ από την Αργεντίνα ήταν ο θειός μου ο Δημήτρης Μπεγλέρης, ο «Μπάκιας» όπως τον λέμε, καπετάνιος. Εγώ ανέβαινα με το άλλο βαπόρι, εκείνος με το δικό του. Οι ασυρματισταί έπιασαν την κουβέντα, λέει έχουμε εδώ και τον ανιψιό σου. Λέει στην Αγγλία άμα θα πάτε να τον στείλετε σε μένα. Φτάσαμε στο Λόντον Μπέρι, μου λέει ο καπετάνιος αυτό κι αυτό ο θειός σου λέει να πας μαζί του γιατί εδώ δεν βρίσκεις δουλειά. Και μου δίνει λοιπόν το σάκο και δεν είχα λεφτά, μου δίνει λοιπόν κάτι λίρες δανεικές από τη μάνα μου. Μου δίνει το σάκο και το καλάθι. Φεύγω από το Λοντονμτέρι και περνάω στην Αγγλία και με το τρένο φτάνω Λονδίνο. Στο Λονδίνο λοιπόν ήθελα να πάρω εισιτήριο για το Ρότερνταμ. Φωνάζω έναν ταξιτζή, του λέω το και το, θέλω ένα πρακτορείο να πάρω ένα εισιτήριο. Τα εγγλέζικα μου ήταν τα σπασμένα της Άνδρου και αυτός με γύριζε γύρω – γύρω. Εγώ νόμιζα ότι κάνει κλέφτικο δρόμο! Ήταν μονόδρομοι όμως, εγώ δεν τους ήξερα, αλλά αυτός πήγαινε στον κανονικό δρόμο. Πήγα στο πρακτορείο, πήρα το εισιτήριο και πήγα. Κουτσά στραβά πήγαινα. Έτρωγα ό,τι είχα στο καλάθι. Στο βαπόρι, να περάσω από την Αγγλία απέναντι, ήταν δύο γυναίκες θυμάμαι μάνα κόρη και γελούσαν για το καλάθι. Λέω για το καλάθι γελάτε; Καθίστε. Ζητάω ένα κουτάλι, ανοίγω το ρόδο, τους δίνω. Άνοιξε τα μάτια της τέτοια!!! Από τη γλύκα! Της άλλης της έδωσα από το άνθος. Λέει δώσε μας, τι λες της λέω. Φτάνουμε, πού να πάω. Λέω του τελωνειακού πού να αφήσω τα πράγματα. Βγαίνω έξω να βρω ένα αυτοκίνητο για να πάω στο Ρότερνταμ. Περνούσαν τα αυτοκίνητα, τίποτα. Πώς να πάω, πώς να ειδοποιήσω. Για καλή μου τύχη περνάει ένα αυτοκίνητο, ένα ΙΧ. Τον σταματάω, με βάζει μέσα και με πάει και με παραδίδει στον ατζέντη. Φυρίος λεγόταν. Τα πράγματα στο τελωνείο. Με δίνει σε μια πανσιόν γιατί ο Μπάκιας ήτανε ακόμη στην Ισπανία. Τέλος πάντων με πάει στην πανσιόν, να φάω. Μου φέρανε πατάτες, κάτι άλλα εκεί. Εγώ περίμενα ψωμί. Λέω ψωμί; Λέει πατάτες… Βρε τι πατάτα μου λέτε, φέρτε μου ψωμί, αρχίζω τις φωνές εγώ. Μου φέρανε τελικά ψωμί, έφαγα. Το απόγευμα έρχεται το βαπόρι του θειού μου, . Με πήρε ο Φυρίος με πήγε στο Μπάκια και από εκεί δεν ξαναβγήκα… Κάθισα στου Μπάκια, πήγανε εν τω μεταξύ αυτοί, ο Φυρίος, βρήκανε τα πράγματά μου και τα φέρανε στο βαπόρι. Είχε ξεφορτώσει φορτίο από κάτω. Άδειασε το βαπόρι και φορτώσαμε κάρβουνο από το Ρότερνταμ για την Αργεντίνα, για τους σιδηροδρόμους. Οι πιο παλιοί ναυτικοί με πειράζανε. Τώρα θα δεις τον ισημερινό, πρέπει να πας εκεί για να δεις τον ισημερινό, να κάνεις αυτό για να δεις τον ισημερινό… Τέλος πάντων φύγαμε. Εν τω μεταξύ ψαρεύαμε συρτή. Τα βαπόρια τότε δεν ήτανε γρήγορα. Και είχαμε σχοινιά με κάτω – κάτω σύρμα, με αγκίστρια τα οποία κανάνε οι μηχανικοί από ατσάλι ψιλό και το λιμάρανε. Πιάναμε ψάρια πολλά…»
Τα βαπόρια της εποχής, μικρά, κινιόταν με κάρβουνο. Κουβάλημα με καρότσια, ταλαιπωρία. Οι καμπίνες –θάλαμοι, «στη μια μεριά οι ναύτες και στην άλλη οι θερμαστάδες»- στην πλώρη, εφοδιασμένες με φινιστρίνια επεφύλασσαν και εκπλήξεις. «Μια φορά πιάνει γερή φουρτούνα, σπάει το φινιστρίνι, μπαίνουν τα νερά μέσα. Τα σφραγίζαμε τα φινιστρίνια, αλλά το νερό δεν αστειεύεται… πολλές φορές όταν ήταν καλός ο καιρός τα ανοίγαμε».
Η άφιξη στην «Αργεντίνα στο Ιμπικουί, στο Ροζάριο μέσα» και η παραμονή τους εκεί, παραμένει ζωντανή στη μνήμη του. Θυμάται τους ανθρώπους ενός τσίρκου με τους οποίους γνωρίστηκαν και αναπτύχθηκε φιλία μεταξύ τους «μας καλέσανε και μας βάλανε πρώτη θέση ως ξένους, ο θειός μου τους κάλεσε και αυτούς στο βαπόρι... Ήταν μια γυναίκα με μια κόρη, μικρή στην ηλικία. Εγώ ήμουνα μικρός, δεν ήξερα τώρα θέλει δεν θέλει… Μπορούσα και να τη ‘μουντάρω’ αλλά δεν τόκανα. Γνωριστήκαμε πιάσαμε φιλία και μάλιστα ήρθε και με είδε. Πήγαμε στο Ρίο ντε Τζανέιρο με έπαιρνε αγκαζέ και πηγαίναμε βόλτα. Δρόμοι ολόκληροι, σκέψου ένα δρόμο σαν την Πανεπιστημίου, δεξιά - αριστερά γεμάτοι οίκους ανοχής. (πουταναριά). Πηγαίναμε και γλεντούσαμε».
Τέλη της δεκαετίας του 1930, η Ευρώπη σε πόλεμο. Η διαχείριση του ελληνικού εμπορικού στόλου είχε δοθεί στο αγγλικό ναυαρχείο και τα πλοία ταξίδευαν σε κομβόι, συνοδευόμενα από αγγλικά πολεμικά. Ο Γιώργης Μπουκουβάλας ταξιδεύει από Αμβέρσα για Αμερική, να φορτώσουν βαμβάκι με τελικό προορισμό το Λίβερπουλ. «Η Αγγλία ήταν στον πόλεμο οι Γερμανοί γυρίζανε γύρω - γύρω και εμείς όταν τραβήξαμε κανονικά το δρόμο για το Λίβερπουλ. Περίπου μία μέρα πριν το Λίβερπουλ τορπιλίζεται ένα βαπόρι γεμάτο κρέατα. Βούλιαξε. Και είμαστε εμείς 60 μίλια πίσω, σύμφωνα με όσα μαθαίναμε από τον ασύρματο. Λέμε τώρα τι κάνουμε; Το βαπόρι πάει για την Αγγλία. Μπροστά μας βουλιάξανε ένα βαπόρι, τώρα η σειρά μας να μας βουλιάξουνε. Τρέμαμε όλοι. Ταξιδεύαμε με σβηστά τα φώτα. Τέλος πάντων περάσαμε. Είχαμε υπολογίσει ότι το υποβρύχιο, τορπιλίζοντας το βαπόρι ήθελε μετά να φορτώσει τις μπαταρίες, άρα δεν θα τορπίλιζε άλλο. Περάσαμε και φτάσαμε. Στο Λίβερπουλ υποβάλαμε όλοι παραίτηση. Καπετάνιος, ήρθε ο πατέρας μου. Του λέω θα μείνω και εγώ. Μου λέει δυο να χαθούμε; Όχι! Έτσι επέστρεψα στην Ελλάδα το Μάρτη του 1940».
Τα χρόνια της κατοχής
Στην Ελλάδα παραμονές του πολέμου, κατατάσσεται στο Πολεμικό Ναυτικό. Ειδικότης, σηματωρός και η εκπαίδευση γίνεται στο Βοτανικό. Το πολεμικό κλίμα στην Ευρώπη δημιουργεί ανησυχία, ο Πειραιάς ως λιμάνι δεν θεωρείται ασφαλές μέρος για παραμονή και με την κήρυξη του πολέμου ο Γιώργης Μπουκουβάλας, καθώς δεν καλείται να πολεμήσει, πηγαίνει στην Άνδρο. Με καΐκι. Η κατοχή είναι μια δύσκολη περίοδος. Οι ιστορίες πολλές, οι αναμνήσεις ζωντανές αν και έχουν περάσει τόσες δεκαετίες.
«Γυρίζαμε όλη την Άνδρο... Είχαμε ένα βαρκάκι, μικρό 1,5 μέτρο, στο οποίο μπαίναμε με τον Έκιε (Αλέξανδρος Φαλαγκάς) και το Χρήστο το Μπάκια (Μπεγλέρη). Πήγαμε μια φορά στα Λεύκα. Σύραμε το βαρκάκι και ανεβήκαμε στα σπίτια. Ζητήσαμε στάρι. Είχαν όμως μόνο κρεμμύδια και έτσι πήραμε κρεμμύδια. Λεφτά είχαμε. Φαΐ δεν είχαμε. Πέφταμε στους κάμποι και βρίσκαμε κουκιά, τα σπούσαμε και τα τρώγαμε. Κάτσαμε 3 μέρες γιατί είχε κακοκαιρία. Όταν έπεσε ο καιρός μπήκαμε στο βαρκάκι και βγήκαμε στο πέλαγος. Εκεί άρχισε κύμα. Γυρίζω το βαρκάκι για να μην πέσουμε στα βράχια και πάμε στη Βόρη. Το σύραμε έξω και πολεμούσαμε με τον κρότο των κυμάτων να δούμε πότε θα πέσει ο καιρός. Φαγιά τίποτα. Η βάρκα είχε κρεμμύδια και ψάχναμε και βρίσκαμε άσπρα κρεμμύδια τα οποία ήταν γλυκά και τρώγαμε κρεμμύδια. Νερό είχαμε, αλλά φαΐ τίποτα. Με τον ήχο των κυμάτων κατάλαβα ότι πέφτει ο καιρός. Λέω πάμε να φύγουμε. Φύγαμε αλλά ανοιχτά, όχι κοντά στις στεριές για να μη μας πετάξει πάνω στα βράχια. Ανοίξαμε όλο τον κάβο, όταν φάνηκε το φανάρι γυρίζω εγώ και πάω πρίμα τον καιρό, με κουπί για τα Γυάλια. Όταν μεσοκοπήσαμε μετά τη Θεοτόκο είδαμε ένα φως. Δεν ξέραμε αν είναι Γερμανός ή Ιταλός. Πήγαμε σε μια σπηλιά και κρυφτήκαμε. Περιμέναμε να δούμε τι θα κάνει η βάρκα. Έφυγε, φύγαμε και εμείς, φτάσαμε στα Γυάλια. Σύραμε τη βάρκα. Δεν προλάβαμε να τη σύρομε έρχεται μια κακοκαιρία που έτσι και μας έπιανε στο δρόμο είχαμε χαθεί!»
«Ο αδερφός μου ο Νικολός ήταν τσαγκάρης. Στην κατοχή πολεμούσαμε να ζήσουμε με τα τσαγκαριλίκια. Μάθαμε ότι στο Κόρθι είναι κάποιος ο οποίος έχει φέρει δέρματα για παπούτσια, σόλες και τα πουλάει. Πήρα και εγώ κάμποσες δραχμές, χιλιάρικα, μπαίνω στο καΐκι του Πανταζή που έκανε το δρομολόγιο, Χώρα - Κόρθι και πάω. Βρίσκω το αφεντικό που είχε τα δέρματα, συμφωνήσαμε, 50 οκάδες δέρμα, πανάκριβα τότε. Τα κάναμε 1-2 ρολά, παίρνω ένα μουλάρι, τα βάλαμε πάνω και άλλο ένα για τον άλλονε που ήμασταν μαζί, εγώ ποδαρόδρομο. Από το Κόρθι, στη Χώρα. Η αγωνία μου ήταν μη συναντήσομε κανέναν Ιταλό ή Γερμανό. Τετρακόσιοι Ιταλοί ήταν στο νησί και ιι εννέα Γερμανοί ήταν στην Αγία Τριάδα. Εμείς θα περνάγαμε από εκεί. Καταλαβαίνεις. Τελικά ήρθαμε στο χωριό, δεν είχαμε συναντήσει κανέναν και έτσι τα γλύτωσα αυτά. Αλλά ήτανε η καρδιά μου τι να σου πω! Αυτό ήτανε θάνατος αν μας πιάνανε! Το επάγγελμα του Νικολή βοήθησε πολύ το σπίτι…Τότε φτιάχνανε και παπούτσια με ρόδα. Παίρνανε ρόδες, χαλούσανε τις μπάντες, τα άλλα τα κάτω τα χοντρά δεν τα χρησιμοποιούσανε, τα πλευρά τα κάνανε πέδιλα και ήτανε περιζήτητα!»
Αν και στην Άνδρο δεν ήταν έντονο το κλίμα του εμφυλίου, «το χωριό ήτανε χωρισμένο σε κομμουνιστάς και σε δεξιούς. Όπως όλη η Ελλάδα» θυμάται ο Γιώργης Μπουκουβάλας. Αναφέρεται στο κάρφωμα των πιστολιών που είχαν κρυμμένα, στο ξύλο που έφαγε εξαιτίας τους ο αδελφός του ο Βαγγέλης, αξιωματικός του ελληνικού στρατού, για τον οποίο δεν κρύβει το θαυμασμό του. «Στη Χώρα, με σαλαχοουρά, τον μαυρίσανε. Ήτανε πεσμένος κάτω 2 μέρες».
Σε μια περίοδο πείνας, η διανομή των τροφίμων είναι φυσικό να δημιουργεί προβλήματα. Παράπονα για αδικίες, υπόνοιες για κλέψιμο στη ζυγαριά. Η προτροπή της επιτροπής στον διαμαρτυρόμενο να περιμένει μέχρι το τέλος της διανομής ώστε να ξαναζυγιστεί το μερίδιό του, προσέκρουε στην πείνα. Κανένας δεν είχε την υπομονή να περιμένει ώστε διαλευκάνει τις αμφιβολίες του. Και αυτές παραμένουν χρόνια τώρα…
Η ζωή ωστόσο συνεχίζεται. Και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους να αναζητούν στιγμές χαράς. Στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον ένα γραμμόφωνο, το οποίο είχε ονομαστεί «Δανάη», προς τιμήν της τραγουδίστριας Δανάης. Το γραμμόφωνο αποφασίστηκε να πουληθεί για να αγοραστούν τρόφιμα και «το πήρανε στα χέρια να πάνε στα πίσω χωριά και δρόμο - δρόμο τραγουδούσανε και χορεύανε. Εν τω μεταξύ το κουρδίζανε κιόλας».
«Στο χωριό την περίοδο του πολέμου είχαμε γίνει παρέες. Οι συνομήλικοι και οι συνομήλικες. Είχαμε κάνει γκρουπ και κατά διαστήματα κάναμε πάρτι. Διάφορα πάρτι. Από το ένα σπίτι στο άλλο. Μπομπότα και χορό! Φαγητά, η μάνα μου ό,τι έβρισκε το μάζευε και τα κρύβαμε στο κοτέτσι. Κρασί και ρακί είχαμε. Στο αμπέλι, είχαμε κάνει ένα μικρό κελί και πηγαίναμε το βράδυ κοιμόμασταν εκεί για να το φυλάμε. Έκλεβαν βλέπεις. Το πρωί έφευγα και πήγαινα στης θείας της Ρηνιώς το σπίτι και εκεί τραβούσαμε με τη Μαρίκα ρακί. Πίναμε οι δυο μας, κρυφά από το Ρηνιώ και γινόμασταν φέσι».
Τα χρόνια στη θάλασσα
«Όταν σταθεροποιήθηκε η κατάσταση βγάλανε εντολή να ξαναγυρίσουμε πίσω γιατί δεν είχαμε συμπληρώσει υπηρεσία. Πήγαμε και κάναμε 3 χρόνια στο Ναυτικό να ψαρεύομε νάρκες. Ψάρευα συνέχεια νάρκες. Ήμουνα και με αντιτορπιλικά, σηματωρός ολκής ήμουνα και ύστερα πήγα σε ναρκαλιευτικό, το «Ερμής», συνοδευτικό. Εγώ ήμουνα στο πολυβόλο και όταν σκούσανε οι νάρκες και βγαίνανε απάνω έπαιρνα εγώ το πολυβόλο το οποίο ήταν Ερλιγκτον και τις χτυπούσα να σπάσουν, να τρυπήσουν… Μετά με κάναμε αξιωματικό, σημαιοφόρο επίκουρο. Ήμουνα έτοιμος να απολυθώ και απολύθηκα. Είχα πάρει το δίπλωμα, είχα πάρει το απολυτήριο και πήγαινα στο λιμεναρχείο να τους πω ότι θα ναυτολογηθώ… λέει είσαι επιταγμένος. Λέω αμάν!!! Είσαι επιταγμένος λέει επειδή έχεις δίπλωμα. Και με καθίζουνε κάτω και με πήγανε στο Σκαραμαγκά και προσπαθούσανε να με μάθουνε να κάνω βήμα. Για σταθείτε βρε παιδιά. Με πήρατε να με κάμετε τον αξιωματικό όχι να κάνω το ναύτη με το ντουφέκι, να κάνεις εσύ λέω και να βλέπω εγώ αν είσαι καλός. Τέλος πάντων με πήρανε και με στείλανε στα ναρκαλιευτικά. Εκεί ψαρεύαμε νάρκες. Στο ένα ήμουν ύπατος. Ύστερα πήγα κυβερνήτης. Ταξίδευα από Κέρκυρα στους Άγιους Σαράντα. Πολλές φορές φέρνανε φαντάρους, ντυμένους σαν αστακούς, με τηλέφωνα, τους πήγαινα στην Αλβανία. Πιάναμε αντάρτες και τους πηγαίναμε στην Ηγουμενίτσα. Μια φορά θυμάμαι μου λέει ο πλωτάρχης σε ένα νησί πίσω από την Κέρκυρα θα κάνουν απόβαση οι Αλβανοί. Πάρε στρατό, πάρε ντουφέκια και πήγαινε. Πάω στο νησί, αρχίζουμε το ντουφεκίδι να τους σκοτώσουμε τους αντάρτες και ήτανε μόνο οι γίδες».
Μεταπολεμική περίοδος και προσπάθεια επιστροφής στην κανονικότητα για την ελληνική κοινωνία. Πρώτο μεταπολεμικό μπάρκο. «Με ένα βαπόρι του Δάμπαση ήμουν. Ταξίδευα φορτωμένος μινεράλι, ξεφορτώναμε στον Καναδά. Μια φορά παραλίγο να τρακάρουμε με ένα παγόβουνο. Το πήραμε χαμπάρι από τη θερμοκρασία… μου λένε από κάτω το νερό είναι πολύ κρύο. Πάω μπροστά, κοιτάζω το νερό, να ένα παγόβουνο. Όγκος! Γύρισα το βαπόρι, ύστερα ειδοποιήσαμε την Αμερική, την ακτοφυλακή, ότι είναι παγόβουνο, δεν είχανε ειδοποιήσει!»
Τα ταξίδια πολλά, οι ναυτιλιακές εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε πολλές, όλες όμως ανδριακές. Πολλές και οι φουρτούνες. «Θα μείνουν αναλλοίωτες στη μνήμη μου. Φεύγαμε από τον Παναμά να πάμε Ιαπωνία. Στον Παναμά ήμασταν χαμηλά, είχε ζέστες. Από κει ανεβαίναμε Λος Αντζελες να πάρουμε μπόνκερ. Και από κει γραμμή. Ή μας λέγανε να κάνετε κύκλο, να πάτε από πιο πάνω για πιο σύντομα. Εκεί μας έπιανε η τρικυμία. Τρικυμία η οποία δεν είχε και σταθερότητα. Λέγανε τα ρεπόρτα έχεις κυκλώνα εδώ, το άλλο ρεπόρτο έλεγε κυκλώνα πιο δω και δεν ήξερες πού να πας. Καμιά φορά λοιπόν γύριζες να πας να βρεις τον καλό δρόμο και έπεφτες μέσα…»
Η καριέρα του στη θάλασσα, γεμάτη περιπέτειες. «Στο Βιετνάμ είχα πάει πολλές φορές. Πηγαίναμε βενζίνες στους Αμερικάνους. Το ποτάμι δεξιά αριστερά το είχανε οι Βιετκόγκ, πετούσανε ρουκέτες μέσα στα βαπόρια. Μια φορά η ρουκέτα χτύπησε ένα εγγλέζικο, τρύπησε το αμπάρι και έπεσε μέσα στη μπενζίνα. Δεν τους έκανε τίποτα, αλλά φοβηθήκανε… Άλλη φορά θυμάμαι, ξεφορτώναμε στο ποτάμι. Εκεί φούνταρες και ερχόταν οι μαούνες να ξεφορτώσουν. Οι εκφορτωταί ήταν Βιετκόγκ. Κατεβαίνανε στο αμπάρι και παίρνανε κόκα-κόλες, πορτοκαλάδες, μπύρες, κομπόστες που ήμασταν γεμάτοι και τα πουλάγανε ή παίζανε πετροπόλεμο. Το βράδυ γεμίζαμε τις καμπίνες με αυτά τα πράγματα για να μην τα πάρουν…
Και γάμο έχω κάνει μέσα στο βαπόρι. Ήμουνα στη Φιλαδέλφεια, μηχανικός ένας Χιώτης. Είχε έρωτα με μια κοπέλα και θέλανε να παντρευτούνε. Αυτός στο βαπόρι, η κοπέλα στην Αθήνα. Ήρθε και με παρακάλεσε να φέρω την κοπέλα στη Νέα Υόρκη να την παντρευτεί εκεί. Λέω εντάξει. Την φέρνει τη γυναίκα στη Νέα Υόρκη, ετοιμάσανε τα χαρτιά, να πάνε να παντρευτούν. Λέει δεν παντρεύεται αν δεν κάνει ανάλυση αίματος… δεν γίνεται γάμος. Το βαπόρι δεν μπορούσε να μείνει. Πήγαμε στο Μαϊάμι. Λέω ρε συ εγώ στο Μαϊάμι ξέρω τον παπά και την παπαδιά. Τους είχα περιποιηθεί και κάποτε στην Ελλάδα. Πάμε στο Μαϊάμι, ψάχνω για τον παπά, έχει φύγει ο παπάς δεν είναι εδώ. Λέω άστην εδώ στο βαπόρι και στο πέλαγος, λέω, ελάτε να σας παντρέψω. Γράφω στο ημερολόγιο όσα έπρεπε, υπογράψανε, τους δίνω αντίγραφο από το ημερολόγιο του βαποριού. Έρχονται αυτοί στην Ελλάδα να παντρευτούν επίσημα, με παπά. Πάνε στην αρχιεπισκοπή, λέει δεν μπορώ να σας παντρέψω γιατί έχετε βγάλει χαρτί πριν από 6 μήνες ότι πάτε να παντρευτείτε, αυτό ισχύει από τότε. Λένε έχουμε ένα χαρτί από τον καπετάνιο ότι μας έχει παντρέψει. Και έτσι αναγνωρίστηκε ο γάμος τους…»
Ανοιχτό και πρακτικό μυαλό, επέτρεπε στο πλήρωμα να δέχονται επισκέψεις στα λιμάνια, σε αντίθεση με την πλειοψηφούσα στάση των καπετάνιων. Το σκεπτικό του στηριζόταν στο ότι σε περίπτωση επείγουσας κατάστασης δεν θα χρειαζόταν να αναζητά τα μέλη του πληρώματος στα διάφορα μπαρ. «Άσε που γυρίζανε μεθυσμένοι πολλές φορές. Μια φορά στο Αμβούργο, είχαμε έρθει από Αμερική γεμάτοι κάρβουνο και ξεφορτώναμε. Είχα έναν καμαρώτο, ήταν μπεκρής. Το βράδυ βγήκανε όλοι έξω. Ήμουνα εγώ μέσα και την ώρα που σπατσέρναμε ήρθε ο Άγγελος να μπει στο βαπόρι με τη φιλενάδα του. Είχε τραβήξει τα ουισκάκια του. Το βαπόρι δεν ήταν διπλαρωμένο, ήτανε λίγο ανοιχτά, είχαμε μια μεγάλη, μακριά σκάλα, και εκεί που πήγαινε ο Αγγελος να ανέβει γλιστράει και μπλουμ στο ποτάμι! Πέφτει μέσα! Στο ποτάμι καραβίζανε πάγοι. Τόνε βλέπω, φωνάζω Άγγελε κουράγιο! Του πετάω ένα σωσίβιο, μπαίνει μέσα, τον φέρνομε σιγά- σιγά στο ντόκο τον μαζέψαμε…»
Πάνω από δυόμιση δεκαετίες στη θάλασσα και μετά «στο γραφείο». Το «Χρυσή Άμμος», ένα βαπόρι –σταθμός στη συγκοινωνία της Άνδρου, είχε τη σφραγίδα του. «Την ακτοπλοΐα του Αυγουστή Πολέμη, το «Χρυσή Άμμος», εγώ τόκανα. Ήμουνα γενικός διευθυντής στην εταιρεία. Φωνάξαμε ναυπηγούς, κάνουνε τη μελέτη τόσους θα παίρνει, πόσο θα βγάζει το βαπόρι γιατί αν δεν βγάζει δεν στο δίνει το υπουργείο. Όλα τα έξοδα πληρώθηκαν από τα ταμεία του Πολέμη. Εν τω μεταξύ θέλαμε να το χτίσουμε τώρα. Ναυπηγείο δεν είχαμε. Είχε ένας ένα μικρό και πιάσαμε να χτίσουμε το βαπόρι σε αυτό το μικρό ναυπηγείο. Μισό -μισό το κάναμε. Πρώτα την πλώρη, το τραβήξαμε στη θάλασσα και μετά το άλλο μισό. Εν τω μεταξύ το κάναμε πολύ προσεγμένο, στρωμένο με χαλιά κλπ. Και έρχεται το κράτος, το 1974, επίταξη! Να κουβαλήσουμε στρατό και πολεμοφόδια στη Λήμνο από το Πόρτο Ράφτη. Οι στρατιωτικοί βάζανε ό,τι μπορούσανε. Ένας διοικητής, ήθελε να φορτώσει το βαπόρι, νόμιζε πως ήτανε… δεν ξέρω τι νόμιζε. Και τονε βάζω μπροστά, λέω βγάλε αυτά και αυτά γιατί έτσι δεν ταξιδεύει το βαπόρι. Δεν είναι μεταγωγικό!
Με τον Αυγουστή καθόμασταν στο γυμνάσιο στο ίδιο θρανίο. Στις εξετάσεις, έγραφα εγώ, το έδινα στον Αυγουστή, μου έδινε την κόλλα του, ξανάγραφα και τα δίναμε στον καθηγητή. Ο ένας για τους δύο! Πάντα είχαμε φιλία. Αυτός είχε ένα ποδήλατο και προσπαθούσε να με μάθει και μένα. Δεν έμαθα ποτέ ποδήλατο και του τόσπασα και δυό φορές. Περνούσαμε καλά εκείνα τα χρόνια»…
Ο γάμος με τη Λίτσα Χαρχαρού
Με την αγαπημένη του Λίτσα Χαρχαρού, παντρεύεται το 1953. «Στον Άγιο Νικόλαο, δίπλα στον Ευαγγελισμό, εκεί έγινε ο γάμος μας. Δίπλα καθόμαστε. Ήτανε φιλενάδες με τη Μαρίκα. Κάθε μέρα στο σπίτι το δικό μας και το δικό τους. Στους χορούς όμως πήγαινε με το Νικολή.
Οι χοροί που κάναμε τότε ήταν μοιρασμένοι. Πράσινοι και κόκκινοι. Γιατί δεν είχαμε πολύ χώρο να χορέψουμε όλοι μαζί και χωριζόμασταν. Δηλαδή, τώρα θα χορέψουν οι πράσινοι. Οι πράσινοι ήταν μια μερίδα άνδρες - γυναίκες που οι πατεράδες τους ήταν φίλοι και χορεύανε τις κοπέλες. Οι πατεράδες και οι πράσινοι είχανε κοπέλες οι οποίες χορεύανε ανεξάρτητα. Οι πατεράδες ήταν οι χρωματιστοί αλλά τις περισσότερες φορές οι πατεράδες δεν χορεύανε, χορεύανε οι νέοι… χορεύαμε πάντοτε φοξ και ταγκό, συχνά και καντρίλιες. Χοροεσπερίδες κάναμε στο σχολείο. Ο καθένας πήγαινε το δικό του φαγητό. Τα βάζαμε στην άλλη αίθουσα και πηγαίναμε και παίρναμε φαγητό. Και πολλές φορές δεν πηγαίναμε καθόλου φαγητό, λουκούμια… να κεράσω την κοπέλα μου, και πήγαινες μέσα και της έδινες ένα λουκούμι».
Τα μάτια του φωτίζονται όταν μιλάει για τους χορούς και τις κοπελιές. Αυθόρμητα σχολίασα «ήσασταν τσαχπίνης! Δραστήριος με τις κοπέλες!»... Και εξίσου αυθόρμητη, ήρθε η απάντηση : «Ήτανε στο στοιχείο μου! Τι να πω!!!»
Η μετά το γάμο ζωή, είναι οικογενειακή. «Με τη Λίτσα ήμασταν πολλά χρόνια στα βαπόρια. Την είχα μαζί μου πάντα!» Η μονάκριβη κόρη τους, η Δήμητρα, ήρθε αρκετά χρόνια μετά το γάμο, χωρίς πια να την περιμένουν. «Η Λίτσα ήταν στο βαπόρι. Στη Ν. Κορέα την ανέβασα στην ανεμόσκαλα. Δεν ξέραμε ότι είναι έγκυος! Φούσκωνε η κοιλιά της και της έλεγα ‘τρως πολύ, έχεις παχύνει’. Μέχρι βόλεϊ της έφτιαξα στο βαπόρι για να γυμνάζεται! Ξεμπαρκάρισε στην Αμερική και επέστρεψε με το «Φρειδερίκη». Δυο γυναίκες που την είδαν να κινείται της λένε ‘πρόσεχε κοπέλα μου, είσαι έγκυος’… Και όταν ήρθε στην Ελλάδα και της είπε ο γιατρός τα ευχάριστα, τότε, 8 μηνών έγκυος ξάπλωσε στο κρεβάτι… Ήμουνα στην Αρούμπα όταν έμαθα τη γέννηση του παιδιού. Πήρα δύο κάσες σαμπάνια και αρχίσαμε στο ίσα πάνω μέχρι την Αγγλία και πίναμε! Τι χαρά ήταν εκείνη!!!»
Όσο για τη δημοσιοποίηση του ευχάριστου γεγονότος, επιστρατεύτηκε το σόι και ο εσπερινός… «Η Δήμητρα γεννήθηκε Αγίας Βαρβάρας, 4 Δεκεμβρίου. Και ήρθε το τηλεγράφημα την επομένη, 5, παραμονή Αγίου Νικολάου. Και μας έστειλε η μάνα μου τον αδελφό μου και μένα, να πάμε καρφί στον Άγιο Νικόλαο, στο μοναστήρι, που ήταν ο εσπερινός, να περάσουμε την παρακάλια, Γεωργίου, Μαρουλίτσας, θυγατρός, για να ακουστεί το νέο της γέννησης. Και θυμάμαι μας έπιασε μια βροχή…» λέει ο ανιψιός του, Αντώνης Εξαδάκτυλος.
Κόβοντας την πίτα του 2017
(φωτογραφία από το αρχείο της Δήμητρας Μπουκουβάλα)
Κάνοντας τον απολογισμό της ζωής του, νοιώθει ικανοποιημένος. «Είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου. Δεν έκανα κακό σε κανέναν. Όπου πάω, ‘γεια σου καπτα-Γιώργη!’, με σέβονται, με εκτιμούν. Δεν έχω μετανιώσει για πράγματα που έκανα στη ζωή μου. Ένα πράγμα μόνο δεν θα ξανάκανα. Να φορτώνω τα βαπόρια, πόντους πιο πολύ και να μη σου λένε ούτε ευχαριστώ..»