Εξήντα χρόνια μετά την αποφοίτηση
από το Γυμνάσιο 'Ανδρου
Της Μανιώς Μάνεση
Μια περίεργη λάμψη στα μάτια χαρακτηρίζει αυτήν την παρέα που συναντιέται τα τελευταία χρόνια κάθε Αύγουστο στην Ανδρο. Το κέφι στα ύψη, η ζωντάνια περίσσεια. Ισως γιατί μέσα από τις αφηγήσεις από εκείνα τα έξι χρόνια που πέρασαν μαζί στο Γυμνάσιο της Άνδρου, ο χρόνος γυρίζει δεκαετίες πίσω και φέρνει στο προσκήνιο τους χαρακτήρες των εφηβικών χρόνων που τελικά δεν αλλάζουν και πολύ. Οι ζωηροί, παραμένουν ζωηροί... Οι σκανταλιάρηδες και τι δεν θα ‘διναν αλήθεια για να επαναλάβουν εκείνες τις αθώες όπως τις χαρακτηρίζουν ζαβολιές στις οποίες πρωταγωνίστησαν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50....
Και οι πιο σοβαροί, αναπολούν με νοσταλγία τη νιότη που έχει εδώ και χρόνια περάσει...
Τότε... στην αυλή του Γυμνασίου Τώρα... γύρω από την τούρτα για τα 60 χρόνια από την αποφοίτηση.
(φωτογραφία Μαρουλιώ Μάνεση Νικολοπούλου)
Τ
Είναι οι μαθητές της τάξης του 1955, που φέτος γιορτάζουν πανηγυρικά τα 60 χρόνια από την αποφοίτησή τους. Εμπνευστής των ετήσιων συναντήσεων, ο Γεράσιμος Λούπεσης ο οποίος οργανώνει από τον Καναδά όπου ζει τη μάζωξη των συμμαθητών ανανεώνοντας κάθε χρόνο το ραντεβού τους για τον επόμενο Αύγουστο.
Ο Γεράσιμος Λούπεσης κόβοντας την τούρτα που δηιούργησε
ειδικά για την περίπτωση το ζαχαροπλαστείο Ζαΐρη
(φωτογραφία Μαρουλιώ Μάνεση Νικολοπούλου)
Μιλούν με αγάπη για τους καθηγητές τους... Βασιλόπουλος, παπα Βεντούρης, Λεκανίδης, Χατζηδάκης, Βαρδακώστας, Καλογεράς, Ευθυμίου, Χαζάπης... Παραστατικός και γλαφυρός ο Πέτρος Μπέης θυμάται τα σκασιαρχεία. «Εμείς οι Αποικιανοί κάναμε σκασιαρχείο. Πηγαίναμε στις Αμυγδαλιές, κάτω από κάτι γεφύρια όταν έβρεχε και παίζαμε χαρτιά με βερβελιές αντί για λεφτά... ΄Αλλη φορά, πήγαμε όλα τα αγόρια στο Λύδι και κόντεψε να πνιγεί ο Γιάννης ο Αμμολοχίτης. Οταν γυρίσαμε το απόγευμα εκεί στο φαρμακείο του Κασιμάτη και σκάει μύτη ο Βασιλόπουλος. Πού είσαστε ρε; Πέσανε αποβολές. Ο πρώτος που την άρπαξε ήμουν εγώ».
«Όταν ήμαστε στην 8η τάξη, γύρω στο Μάιο αποφασίσαμε να κάνουμε σκασιαρχείο όλοι, εκτός από τα κορίτσια που πήγαν σχολείο κανονικά» θυμάται ο Λευτέρης Πολέμης. «Πήγαμε εδώ στην Αγία Ελένη που είναι ο παλιός δρόμος προς τα Αποίκια. Μαζευτήκαμε σ’ ένα κελί και παφ πουφ τα τσιγάρα. Τελείωσαν τα τσιγάρα και στέλνουμε έναν πιτσιρικά να πάει στης γιαουρτούς που ήταν ένα περίπτερο να φέρει μια κούτα τσιγάρα. Πηγαίνει αυτός, έρχεται δρομέως... Το μεσημέρι όταν θα σχολούσε το σχολείο μας έπιασε μια δίψα ένα κακό… τρέξαμε εκεί από κάτω ήταν κάτι χτήματα του Μηλαίου και ψάχνοντας βρήκαμε ένα πηγάδι. Κοιτάξαμε ήταν καθαρό. Πώς θα πάρουμε νερό, πώς θα πάρουμε νερό, βρήκαμε ένα τενεκέ, μια κονσέρβα, σκουριασμένη, χάλια και βγάζουμε όλοι τα κορδόνια από τα παπούτσια -ελβιέλα φορούσαμε όλοι- τα δέσαμε και έφτασε. Βγάζαμε νερό και πίναμε. Ήταν και ένας πιτσιρικάς, ο Νίκος ο Ζούρας και του φεύγει όλο μαζί τα κορδόνια με τον τενεκέ και πάει κάτω στο πηγάδι... Το βράδυ μαζευτήκαμε στα Αποίκια, όλοι περάσαμε από το μπακάλικο της κυρά -Ελένης Ραΐση, μια πολύ σοβαρή γυναίκα… Ο ένας κυρά Ελένη άσπρα κορδόνια, ο άλλος μαύρα κορδόνια… σου λέει αυτοί με κοροϊδεύουν! Τσαντίστηκε και στο τέλος δεν μας έδωσε»... «Τα είχε πάνω σε ένα μεγάλο ράφι» συμπληρώνει ο Πέτρος Μπέης «και πηγαίναμε ένας – ένας κάθε 15 λεπτά. Πρώτη φορά πούλησε τόσα κορδόνια... Στο πηγάδι όμως αφού έπεσε ο τενεκές, λέει ένας να βγάλουμε τα κορδόνια να τα δέσουμε μπούζουνα με μπούζουνα και να πάρουμε νερό. Ε τότε λέω εγώ, καλά να πάμε χωρίς κορδόνια αλλά και ξεβράκωτοι;»
Θυμήθηκαν την αγάπη του καθηγητή τους Σαντοριναίου για την καθαρεύουσα, καθώς θεωρούσε τη δημοτική «όργανο των κομουνιστών» και τη δικαιολογία του Γιώργου Κοκκίνη όταν δεν πρόλαβε να τελειώσει το πρόχειρο διαγώνισμα στην ιστορία - «δεν επρόλαβα διότι εχτύπησε ο κώδων…» - αλλά και τον ιδιαίτερα αργό ρυθμό που προχωρούσε το μάθημα στα λατινικά. «Ενα εξάμηνο μιάμιση σελίδα»…
Τις ιδιοτροπίες του μαθηματικού Καλογερά ο οποίος ήθελε το θρανίο τελείως άδειο όταν παρέδιδε μάθημα. Και αν κάποιος είχε ξεχαστεί; «Ο Καλογεράς έλεγε του πίσω. Βάλτου μωρέ μια, να του δώσει χαστούκι για να καταλάβει να πάρει το μολύβι από εκεί»...
Τις τιμωρίες του παπα – Βεντούρη, ο οποίος μόλις μίλαγες, σου έβαζε να γράψεις μερικές σελίδες. «Εμείς παρακολουθούσαμε. Μόλις πήγαινε προς τη σόμπα, εκεί άφηνε τις τιμωρίες, τα παίρναμε και τα πηγαίναμε τα ίδια για να μη γράφουμε…»
Από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Ανδριώτης". Παρασκευή 22 Ιουλίου 1955
(Αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης - Χώρα 'Ανδρος)
|
Οι πρωτεύσαντες στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο, τον Ιούνιο 1949. Εφημερίδα "Ανδριώτης", 15 Ιουλίου 1949
Αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης - Χώρα 'Ανδρος) |
Ο Γιώργος Κοκκίνης ήταν σύμφωνα με τις αφηγήσεις πρωταγωνιστής στις σκανταλιές. Και ο ίδιος όμως αναγνωρίζει ότι θεωρείτο «πιο ατίθασος»… «Εχουμε βάλει ολόκληρο γαϊδουράκι μέσα στην τάξη. Περνούσε απ έξω το γαϊδουράκι και το πήραμε το βάλαμε μέσα. Ο Χαζάπης μου έβαλε 2 ημέρες αποβολή. Τον βλέπω στο δρόμο, γιατί κύριε καθηγητά μου βάλατε αποβολή; Μα βρε παιδί μου Κοκκίνη εσύ που είσαι γλυκομίλητος…» θυμάται ο Γ. Κοκκίνης και ξαναζεί τα σκασιαρχεία. «Βγαίναμε από το παράθυρο. Πότε - πότε πηδούσαμε από το παράθυρο και πηγαίναμε κάτω στο γυμναστήριο. Το σκάγαμε. Έμπαινε ο καθηγητής μέσα και δεν έβρισκε κανέναν στην τάξη. Το σκάγαμε όλοι μαζί. Εβγαινε ένας απέξω και οι υπόλοιποι πατούσαν στην πλάτη και βγαίναμε όλοι από το παράθυρο».
Οι αποβολές ήταν συχνές. «Ήμασταν στην 7η τάξη, όταν έγιναν οι σεισμοί στην Καλαμάτα. Η 6η, η 7η και 8η τάξη ήταν στο 2ο όροφο. Κατεβαίναμε τις σκάλες, φωνάζω εγώ σεισμός και παίρνουνε δρόμο, μόνο που δεν σκοτωθήκαμε. Μια βδομάδα αποβολή από τον Ευθυμίου» θυμάται ο Π. Μπέης, ο οποίος είχε την … τύχη να γράψει ο ίδιος τον εαυτό του στο ποινολόγιο που του ανέθεσαν στην 6η τάξη, γιατί όπως λέει ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές.
«Ητανε άνοιξη και ανοιχτά τα παράθυρα. Σαν επιμελητής, ήμουνα μέσα στην τάξη. Απέξω ήτανε και τσακωνότανε. Βγήκα εγώ έξω από το παράθυρο και φώναζα βάρα του ρε, βάρα του ρε και στο μεταξύ ήμουν ο μισός έξω, ο μισός μέσα. Νοιώθω κάποιον να μου τραβά το πόδι. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος από τους συμμαθητές και λέω «άσε με ρε π….». Γυρίζω και τι να δω, ο Βασιλόπουλος. Ε ρε κάτι σκαμπίλια που έφαγα και μετά με έβαλε και έγραψα πρώτο στο ποινολόγιο : Πέτρος Μπέης. Και έγραψα το πρώτο ποινολόγιο και μου πήραν και το ποινολόγιο!».
|
Δύο οι συγκεντρώσεις τον Αύγουστο 2015 για τα εξήντα χρόνια από την αποφοίτησή τους.
(Φωτογραφία Μαρουλιώ Μάνεση Νικολοπούλου)
Ο Λεωνίδας Πανταζής, καθηγητής και ο ίδιος διστάζει να σχολιάσει «τους συναδέλφους του» όπως τους χαρακτηρίζει. Μιλάει απλώς για τις αθώες σκανταλιές που γινόταν. «Πηγαίναμε στου Μπουγέρη έξω και παίζαμε χαρτιά. Τώρα ποιος καταδέχεται να ασχοληθεί με τα χαρτιά. Και τι παίζαμε τώρα; Ένα φράγκο ο ένας, ενάμιση ο άλλος, αυτά είχαμε». Και επισημαίνει πόσο αγαπημένοι ήταν όλοι. «Κανείς δεν έχει πει κακό για τον άλλο. Είμαστε 60 χρόνια μετά και είμαστε μαζί και είμαστε αγαπημένοι. Σεβόμαστε τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες μας και μας σέβονται..»
Γελούν με τα σκονάκια, το «πόσο πάχυνε ο Γιώργος» που αναρωτιόταν ο καθηγητής τους Βαρδακώστας βλέποντας τον Ν. Κοκκίνη με τα βιβλία της αντιγραφής κρυμμένα κάτω από την μπλούζα.
Η μετακίνηση των παιδιών από τα χωριά προς το Γυμνάσιο γινόταν με τα πόδια. Και οι ιστορίες πολλές...
«Όταν κατέβαιναν τα παιδιά από τις Στενιές και τα γύρω χωριά μαύριζε το βουνό από την Αγία Τριάδα κάτω. Τα πιο πολλά παιδιά ήταν από τις Στενιές. Πολλές φορές ερχόμασταν βρεγμένοι και μέναμε με τα βρεγμένα ρούχα όλη τη μέρα... Ο παπα Βεντούρης όταν ήταν γυμνασιάρχης είχε πει ότι όλα τα παιδιά που είναι βρεγμένα θα φεύγουν. Και πάει ένα παιδί από τις Στενιές στο σπίτι του Καλιπέτη που ήταν από πάνω κοκκινόχωμα. Εβγαζε ο κάναλος κόκκινο χρώμα το νερό. Πάει αυτός και βράχηκε. Πάει στο γυμνάσιο με την πλάτη του κόκκινη. Του λέει ο Βασιλόπουλος «κα έλα εδώ ρε. Κοκκινόχωμα έριξε απόψε ο θεός; Πού το βρήκες το κοκκινόχωμα στην πλάτη βρε; Ολοι οι Στενιώτες μετά το γυμνάσιο πήγαιναν στου Κοσμά. Παίρνανε βενζίνη και συνεχίζανε… είχε ένα ιδιαίτερο από μέσα. Μπαίναμε στο ιδιαίτερο και παίζαμε πρέφα. Μια φορά ήρθε ο Βεντούρης και ακούει "7 καρά". Ποιοι είναι εκεί μέσα λέει του θεοχάρη; Κάτι μεγάλοι του λέει...»
Από τη συγκέντρωση της τάξης του '55, τον Αύγουστο 2014 |
Στη Μονή Αγίας Ειρήνης τον Αύγουστο 2014, μετά το μνημόσυνο για τους οριστικά απόντες συμμαθητές... |
Τα «κορίτσια» της τάξης, όπως ακόμη τις αποκαλούν οι συμμαθητές τους έχουν μικρή συμμετοχή στις σκανταλιές. Τουλάχιστον έτσι υποστηρίζουν.
«Εμείς είμαστε καλά παιδιά. Δεν κάναμε σκασιαρχείο. Τίποτα!» λέει η Ζαννούλα Εξαδακτύλου - Πολέμη.
Οσο για τη Μαρουλιώ Σάλαρη - Μάνεση; Τι και αν δεν συμμετείχε στο τελευταίο γενικό σκασιαρχείο; «Θυμόσαστε το τελευταίο σκασιαρχείο που είχε φύγει όλη η τάξη και πήγε στη Ρίβα; Εφυγα και εγώ, να μην κάνω σκασιαρχείο και πήγα στο σπίτι. Τις έφαγα κιόλας! Δεν έχει σημασία, έφυγες από το σχολείο, μου είπαν οι γονείς μου. Δάσκαλοι βλέπεις, δεν ήθελαν το παιδί τους να κάνει σκασιαρχείο».
Αντιθέτως η Αννα Φωστιέρη μιλάει για το μοναδικό της σκασιαρχείο. «Εγώ με τη Δέσποινα και το Βασταρδή έχουμε κάνει. Είμαστε μια ολόκληρη μέρα σε μια σπηλιά απέναντι πριν φύγουμε για το Συνετί. Μια ώρα δρόμο τον κάναμε 3 ώρες. Φτάναμε στις 5 το απόγευμα στο χωριό. Ένα και μοναδικό σκασιαρχείο» και θυμάται τον Βασιλόπουλο. «Ρε Λύκου, τι αγρυφώνεις; Να δεις τι γράφει η Φωστιέρη; Η Φωστιέρη μπορεί να γίνει και σταρ Ελλάς! Όταν ερχόμασταν βρεμένοι το πρωί έλεγε τα Συνετιανά να φύγουν να πάνε σπίτι τους να μην πλευριτωθούν».
Οι αναμνήσεις είναι ατέλειωτες. Φανερή η διάθεση όλων, να γυρίσουν νοερά στα ξένοιαστα εκείνα χρόνια. Και ανανέωσαν το ραντεβού τους για τον επόμενο Αύγουστο, αποφασισμένοι να συνεχίσουν να συναντιούνται για πολλά, πολλά χρόνια ακόμα.
* Από συζήτηση με τη Μανιώ Μάνεση στη συγκέντρωση του Αυγούστου 2014.