Γεύσεις και αρώματα μιας άλλης εποχής
Μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη - Μπαζάκη
Η γειτονιά μοσχοβολάει λεμόνι, νεράντζι, περγαμόντο, ρόδο… Οι μυρωδιές από τους καρπούς και τα άνθη της ανδριακής γης πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα. Στο σπίτι απ’ όπου ξεχύνονται τα αρώματα, τα καζάνια πάνω στην τεράστια στόφα αχνίζουν αναδύοντας τις μοσχοβολιές. Και στο τετράγωνο τραπέζι που κυριαρχεί στην κουζίνα, οι ολόφρεσκοι καρποί και τα μυρωδάτα άνθη, που φτάνουν σε πανέρια από επιλεγμένα χτήματα του νησιού, περιμένουν τη σειρά τους για να μεταβληθούν με περίσσεια αγάπη και πολύ μεράκι στα περίφημα «Γλυκά Σταματίου Κατσιώτη». Οι εικόνες μας έρχονται από άλλες εποχές, πάνω από μισός αιώνας μας χωρίζει από το τέλος αυτού του δημιουργικού κύκλου που κράτησε πολλές δεκαετίες και η διαδικασία ζωντανεύει μέσα από τις αναμνήσεις της Δέσποινας Κατσιώτη – Μπαζάκη της μικρότερης κόρης του Σταμάτη Κατσιώτη.
(από το προσωπικό αρχείο της εγγονής του Στ. Κατσιώτη, Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Συναντηθήκαμε καλοκαίρι στο φιλόξενο σπίτι της στην Άνδρο. Με καφεδάκι, γευστικότατα γλυκά ανάλογα της οικογενειακής φήμης, οι αναμνήσεις της άρχισαν να ξεδιπλώνονται και η γλαφυρή αφήγηση της με μετατόπισε χρονικά σε μια άλλη εποχή. Και άρχισαν να προβάλλονται ολοζώντανα τα ‘’πλάνα’’ από την προετοιμασία και παρασκευή των γλυκών ή από το καφενείο του Κατσιώτη με το καφεδάκι να μοσχοβολάει, τους θαμώνες να απολαμβάνουν τον ναργιλέ, να αφηγούνται ιστορίες από τη θαλασσινή ζωή τους ή να τσακώνονται για τα πολιτικά …
«Είχανε, έφτιαχναν και άλλοι εδώ γλυκά. Αλλά τα δικά μας ήταν εξαιρετικά… με αγνή ζάχαρη, λεμόνια άφθονα στο σορόπι. Όλων των λογιών, τι να σου πω! Το άσπρο που κάνανε, τη ‘’βανίλια’’ που λένε, μαστίχα, τριαντάφυλλο... Και να φανταστείς ότι ήταν αυτοδίδακτος ο πατέρας μου. Δεν είχε σπουδάσει τίποτα. Αγράμματος ήταν. Μάλιστα όταν πήγε μετανάστης στην Αμερική, δεν μπορούσε να γράψει ένα γράμμα να συνεννοηθεί με τη μητέρα μου και έτσι αποφάσισε να γυρίσει στην Άνδρο. Έρχεται εδώ, μείναν εδώ και άρχισαν να συνεργάζονται να φτιάχνουν τα γλυκά… ».
Η ετικέτα στις συσκευασίες των γλυκών Κατσιώτη
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Τα γλυκά γρήγορα απέκτησαν φήμη έξω από τα στενά όρια του νησιού…
«Μέχρι την Ιαπωνία φτάνανε τα γλυκά! Το άνθος, το νεραντζάκι, το περγαμόντο και το καρυδάκι, ιδιαίτερα αυτά, ήταν πολύ ξακουσμένα»…
Και βραβεύτηκαν…
«Τρία βραβεία, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ποιος τον είχε εμπνεύσει να στείλει στη Θεσσαλονίκη τα γλυκά, δεν ξέρω. Μετά έπαιρνε βραβείο κάθε χρόνο… Σαν τώρα θυμάμαι τη στόφα με τα καζάνια, κάτω στην κουζίνα που ήταν το συνεργείο, οι γυναίκες που βοηθούσανε. Εθελόντριες ερχότανε. Από αγάπη. Όλη η γειτονιά ερχότανε. Τώρα δεν υπάρχει πια γειτονιά… Θυμάμαι ερχότανε τα παιδιά να πάρουν τις λεμονόκουπες, τότε τις πετούσαν κάτω στην Αγία Θαλασσινή. Τα σκουπίδια τότε τα πετούσαν τα παιδιά. Αργότερα, περνούσε άνθρωπος με ένα γαϊδουράκι και τα μάζευε. Και η μαμά μου, τη θυμάμαι που τους έδινε γλυκά να τα ταΐσει. Ερχότανε πολύς κόσμος, ήταν το σπίτι, μοναστήρι! Είχαμε τρία πολύ μεγάλα καζάνια και κατέβαινε ο πατέρας μου όταν τα βγάζανε από τη φωτιά, να βοηθήσει, για το βάρος. Η μαμά ήταν στο δέσιμο, το λεύκασμα».
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ. 305, 19/11/1932
(αρχείο Καϊρείου Βιβλιοθήκης Άνδρου)
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ.238, 13/6/1931 φ. 333, 1/7/1933
Εφημερίδα ''Ανδριώτης'' φ.475, 19/9/1936 φ. 516, 21/8/1937
Στο τετράγωνο τραπέζι απλώνονταν οι μυρωδάτοι καρποί φρεσκομαζεμένοι από τα περιβόλια των γύρω χωριών. Οι προμηθευτές, εξειδικευμένοι…
«Ένας μας προμήθευε το κάθε φρούτο. Παίρναμε από όλα τα χωριά, περγαμόντα, νεραντζάκια, καρυδάκια. Αυτός που είχε τα γλυκά, ωραία περγαμόντα και τα νεράντζια, έμενε στα Υψηλού. Λογοθέτης λεγόταν. Κάτι περγαμόντα, μεγάλα, ένας αφρός ήτανε μέσα στο στόμα. Μας προμήθευαν και από άλλα χωριά, αλλά αυτά ήταν τα εκλεκτά. Μάλιστα κρατούσαμε σε βιβλίο πόσα μας έφερνε κάθε μέρα. Η αδελφή μου η Κούλα ήταν η ταμίας! Καρυδάκια παίρναμε από την Παλιόπολη, εξαιρετικά καρυδάκια από τον Πιτροφό... Το τριαντάφυλλο, το ρόδο, μας το φέρνανε κυρίως από τα Λάμυρα και το Συνετί. Θυμάμαι το ρίχνανε στο τετράγωνο τραπέζι και μοσχοβόλαγε! Συνήθως είχε μέσα ζήνες. Εμείς λοιπόν τότε παιδάκια, τις παίρναμε, ανοίγαμε το σπιρτόκουτο τις βάζαμε μέσα, τους βάζαμε και ζάχαρη να τρώνε. Αλλά μετά, τις δέναμε και τις γυρίζαμε γύρω-γύρω…. Παιδιά τώρα… Καμιά φορά είχε και στο άνθος της λεμονιάς. Αυτό μας το φέρνανε από τη Μεσσαριά. Ευαίσθητο πολύ το άνθος. Το μαζεύανε πρωί – πρωί και έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Δεν το πλένανε, αυτό το ζωματάνε, Έπρεπε να βραστεί, με πολύ λεμόνι. Το έβαζε, η μαμά μου ήταν η τεχνίτρα, μέσα σε πήλινες λεκάνες με πολύ λεμόνι να ασπρίσει, να μείνει άσπρο. Η ζάχαρη έπρεπε να μην έχει βράσει πολύ για να μη στρίψει το πέταλο όταν τόριχνε. Δηλαδή από λεμόνι και πάλι σε λεμόνι, ο λεμονανθός… Μοσχοβόλαγε όλη η γειτονιά!
Το πιο δύσκολο γλυκό ήταν η μαστίχα, ήθελε πολύ χρόνο… Το έβγαζε από τα μεγάλα καζάνια, το έβαζε σε μικρότερα. Δεν ήθελε δυνατή φωτιά.
Τις ζάχαρες, τις έπαιρναν από το μαγαζί του Γασπαρή και τις βάζανε σε ένα πατάρι που είχαμε. Και βέβαια τις πληρώνανε με λίρες. Δίνανε λίρες τότε και παίρναν ζάχαρες.
Και σε όλα τα γλυκά πολύ λεμόνι, να μη ζαχαρώσουν. Με τα τσουβάλια μας τα φέρνανε τα λεμόνια. Με τσουβάλια μας φέρνανε και τους ντενεκέδες για να μπουν τα γλυκά. Τους παίρναμε από την Αθήνα και μας τους φέρνανε οι ταχυδρόμοι. Οι ντενεκέδες θα πλενότανε καλά, θα σαπουνιζότανε, μετά μέσα στα πανέρια με βρεγμένο πανί, στη συνέχεια θα σκουπιζότανε με στεγνό πανί και μετά στον ήλιο, πάνω, να στεγνώσουν καλά… Να είναι τελείως στεγνοί, να μην έχει καθόλου υγρασία, να μην χαλάσει το γλυκό. Και θυμάμαι, μου έλεγαν εμένα, που ήμουνα μικρή και ανεβοκατέβαινα πολύ πιο εύκολα τις σκάλες, ‘’πήγαινε εκεί τους ντενεκέδες, να στεγνώσουν’’… και έλεγα ‘’μα γιατί να στεγνώσουν αυτοί οι ντενεκέδες; Αφού τους σκουπίσαμε, τους ξανασκουπίσαμε!’’
Η μαμά μου ήταν στο δέσιμο, να τα λευκάνει, να τα ετοιμάσει. Και βέβαια είχε το κουμάντο. Ο πατέρας μου ήταν πάνω στο καφενείο. Και ερχόταν να τη βοηθήσει. Είχανε μεγάλη συνεργασία οι γονείς μου. Ποτέ δεν έτρωγε μόνη της ή με μας. Πέντε παιδιά είχε, συν δυο παιδιά προσωπικό στο καφενείο που μένανε στο σπίτι. Πρώτα θα ερχόταν να φάνε τα παιδιά αυτά και μετά ο πατέρας μου. Τον περίμενε η μαμά. Μεγάλη που ήμουν, της έλεγα ‘’μα δεν πας χριστιανή μου να φας; Τι περιμένεις; Θα αργήσει στο μαγαζί’’. ‘’Όχι, όχι! Περιμένω τον πατέρα σου!’’».
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Στο καφενείο, μαρμάρινα τα τραπεζάκια, οι γυάλες με τα γλυκά πάνω στο ράφι ακριβώς απέναντι στην πόρτα, η μυρωδιά του καφέ που καβουρντιζότανε στο μεγάλο καβουρντιστήρι και αργοψηνότανε στη χόβολη ή του μεζέ που ετοιμαζότανε για να συνοδεύσει το ουζάκι. Και πολλή κουβέντα…
«Η μαμά και ο μπαμπάς καβούρντιζαν τον καφέ. Με το τσουβάλι παίρνανε τους κόκκους. Και το αλέθανε τα παιδιά στο μαγαζί. Μαζευόταν οι άρχοντες με τους ναργιλέδες και συζητούσαν τα ανδριώτικα. Θυμάμαι μόλις πήγαινα, άφηνα την πόρτα ανοιχτή και μούλεγε ‘’Δέσποινα κλείσε την πόρτα’’. Εγώ, επίτηδες την άφηνα την πόρτα. Ξανάμπαινα, ξανάβγαινα, για να ανοίγω την πόρτα.
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Άλλος έλεγε ‘’πάρτε λεφτά’’. Και είχε στον μπεζαχτά κέρματα να πάρουμε να πάμε σινεμά… ‘’Να μη σας βλέπει ο πατέρας σας, να σας παντρέψει, να φύγετε από την μέση’’ μας έλεγαν... Είχανε χιούμορ.
Το καλοκαίρι για μένα ήτανε η ώρα, έντεκα η ώρα, που θα πήγαινα τις πατάτες για τα ουζάκια που έδινε. Είχε το καλύτερο ουζάκι. Χταπόδια από την Πάρο του φέρνανε, τα έψηνε στα κάρβουνα. Οι φίλες μου λέγανε στον περίπατο, ‘’στο χαρτί μέσα το χταποδάκι, να φάμε’’. Και εγώ κλάμα γιατί δεν θα πήγαινα στο μπάνιο, η ώρα 11, να πάω τις πατάτες. Άσε που δεν μας άφηναν και μόνες μας να πάμε. Παλιά μυαλά. Στη θάλασσα να πάμε μόνες μας; Με κάποια θεία, με κάποιον γιατί η μαμά δεν μπορούσε ποτέ να μας πάει με τη δουλειά. Και η ώρα οκτώ, φώναζε ο πατέρας μου από το παράθυρο, από το μαγαζί, ‘’Δέσποινα ώρα για το σπίτι’’. Στις οκτώ το καλοκαίρι, να μπούμε μέσα… και τώρα ξενυχτάνε όλη νύχτα… λέω πώς αλλάξανε τα πράγματα, όλα! Μύριες στροφές».
Μαθήτρια της Δ’ Δημοτικού η Δέσποινα Κατσιώτη όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Οι μνήμες παραμένουν ζωντανές.
«Μας πήρε ο μπαμπάς μου, μας πήγε στο Απροβάτου. Είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί και μας πήγε για να έχουμε να πίνουμε γάλα και να τρώμε. Η αδελφή μου η Κούλα, ο αδελφός μου, του ’30 γεννηθείς, δεν θέλανε να μένουν εκεί. Δεν είχε φως, τίποτα. Μένανε εδώ. Εγώ, η μαμά και η Αθηνά μέναμε εκεί και ερχόταν ο μπαμπάς με τα πόδια, με μουλάρι, να μας δει.
Όταν λοιπόν τελείωσε και ήρθαμε στη Χώρα μέσα, πάνω στου Βογιατζίδη εκεί ήτανε οι Ιταλοί που είχανε το αρχηγείο, φοβηθήκαμε μείς, έτσι με τα μουλάρια όπως ήτανε αυτοί, ήρθαμε εδώ στο σπίτι. Και μετά όταν χτυπήσανε οι Γερμανοί φύγαμε και πήγαμε προς τα Υψηλού. Το βράδυ αυτό βομβαρδίζαν του Ματζαβελάκη. Και μετά μας φέρνει σε ένα υπόγειο κάτω, όλη η γειτονιά εδώ και ήμασταν όλοι εκεί κάτω. Κάψανε τα Εμπειρικέικα όλα εδώ και εμείς κάτω εκεί στο υπόγειο, καρβουναποθήκη δηλαδή. Να σωθούμε! Πέφτανε οβίδες στο σπίτι μας… είχε εκεί ένα τετράγωνο φεγγίτη, έτσι να φωτίζει. Εκεί έκανε τη ζημιά και σε ένα δωμάτιο είχε περάσει η σφαίρα. Από εκεί και ύστερα φοβόμαστε. Ούτε φως να ανάψουμε, ούτε τίποτα. Τίποτα. Ο πατέρας μου πήγαινε στα χωριά. Μας έφερνε δεν στερηθήκαμε. Πουλήσανε τα πράγματα, ό,τι είχε... Η μητέρα μου τα μαλαματικά όλα, για να πάρουν σύκα για φαγητό.
Γυρίζανε στα χωριά να μας φέρουν φαγητό, στη Βουρκωτή για να βρουν λάδι, σύκα… κρυφά...
Το καφενείο πάντως ήταν ανοιχτό στην κατοχή…
Τι με πείραξε πιο πολύ, με την κήρυξη του πολέμου; Που φύγαμε από το σχολείο. Μετά φοβήθηκα να πάω να δώσω εξετάσεις στο γυμνάσιο. Τότε δίναμε εξετάσεις για το γυμνάσιο, στην Δ’ Δημοτικού. Είπαν, ήταν δύσκολα... Έλεγε η μαντάμ, ‘’κυρία Κατσιώτου δεν αδικηθήκανε τα κορίτσια σας. Έχετε επιχείρηση μεγάλη’’. Εμείς όμως αγαπούσαμε πολύ τα γράμματα και το σχολειό.
Ήταν και η εποχή. Τα αγόρια τα φροντίζαν πολύ... Λίγες ήταν οι οικογένειες, αρκετές όχι πολύ ευκατάστατες, που άφησαν τα κορίτσια τους να σπουδάσουν. Και βέβαια προχώρησαν. Ο πατέρας μου έλεγε ‘’τι να κάνω τα κορίτσια μου; Να τις κάνω δασκάλες, να μου τις στείλουν στα σύνορα; Τάχω κοντά μου…’’
Μετά τον πόλεμο η ζωή άρχισε ομαλά. Άνοιξε η ναυτιλία, οι άνθρωποι βρήκαν δουλειές. Τότε, τα αγόρια μόλις τελειώνανε το σχολείο, τους δίνανε το σάκο για τη θάλασσα. Οι αδελφοί μου γίνανε ναυτικοί. Καπεταναίοι και οι δύο».
Οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια της Δέσποινας Κατσιώτη, γεμίζουν περισσότερη γλύκα το πρόσωπό της, αντικατοπτρίζοντας την ομορφιά εκείνων των εικόνων.
«Σαν παιδιά ζούσαμε πολύ ωραία. Εκδρομές με ένα φορτηγό μας πηγαίνανε. Εμείς εδώ στη γειτονιά μας δεν είχαμε κακίες αντιπαλότητες. Μπορεί άλλες να είχανε. Είμαστε με καλούς γονείς, μας έδωσαν καλή ανατροφή. Στον πατέρα είχα αδυναμία. Ήταν αυστηρός, αλλά όχι να σηκώσει χέρι να μας δείρει. Με το βλέμμα. Μεγαλώσαμε με αγάπη στην οικογένεια, με εκλεκτές παρέες, πραγματικές φιλίες.
Η μαμά μου ήταν μια όμορφη, αμίλητη γυναίκα. Αλλά το κουμάντο, κουμάντο!»
(από το προσωπικό αρχείο της Άννας Παπασπηλίου - Στράτου)
Το 1962 ο Σταμάτης Κατσιώτης πούλησε το καφενείο και το 1963 σταμάτησε και η παραγωγή των περίφημων γλυκών Κατσιώτη. Αν και η επιχείρηση ήταν οικογενειακή, κανένα παιδί δεν την συνέχισε.
«’Ελεγε η μητέρα μου : ‘’την τυραννία που πέρασα εγώ, να μην την περάσει κανένα παιδί’’. Τα αγόρια έγιναν καπετάνιοι, τα κορίτσια παντρευτήκαμε… Τώρα βέβαια, αν μπορούσα να ξαναζήσω κάποια πράγματα; Θα κρατούσα τα γλυκά. Αν ήμουν νέα, θα ήμουνα επιχειρηματίας… Αν είχα λίγο μυαλό, θα την είχα κρατήσει την επιχείρηση… Αλλά… άλλες εποχές… »