Χτίστηκε από δω και πολλά χρόνια, ερχότανε κληρονομικώς από χέρια, σε χέρια, πάντα αρχοντικά. Μέσα του ήτανε πάντα η ζωή, η χαρά και η ευτυχία. Υπήρξε καταφύγιον πολλών αρχοντικών οικογενειών κατά τας εκάστοτε επιδρομάς των τότε πειρατών.
Και σ’ αυτά ακόμα τα χρόνια μας υπήρξε το λαμπερό αστέρι των μάγων για τους φτωχούς μας. Στη δυστυχία τους, έτρεχαν εκεί που ήξευραν καλά πως φεύγοντας κάτι θα συναποκόμιζαν κάτι για τα άρρωστα παιδιά τους κάτι για το πεινασμένο τους σπιτικό. Και δεν εγελιόντουσαν… Έτσι τα χρόνια κυλούσανε κανονικά ως που κακιά μοίρα σαν να ζήλεψε, μπορεί να πει κανείς την ευτυχία, που ήτανε καλοθρονιασμένη στο παμπάλαιο πύργο και έριξε μέσα, κάτι σαν λαίλαπα, κάτι σαν καταιγίδα, κι’ ο θάνατος άρχισε να θερίζη αλύπητα. Τον βρήκαν μεγάλες συμφορές, τον χτύπησε η μοίρα αλύπητα, σαν κακός εκδικητής. Η χαρά και το γέλιο φύγανε και στη θέσι τους θρονιάστηκε η λύπη και η κατήφεια. Κι ο θάνατος όλο και θέριζε. Ως που μόλις προ ημερών άρπαξε αχόρταγα και την τελευταία π’ απόμεινε οικοδέσποινα. Ο θάνατος της αρχόντισσας μητέρας βούτηξε τα παιδιά της σε βαρύ πένθος για το χαμό της και για το χαμό του Αρχοντικού πύργου, που λόγος ανώτερος τα αναγκάζει να τον εγκαταλείψουν. Καϋμένε παληέ πύργε!! Σαν θαλασσινό φανάρι, που δίνει παρηγοριά και ελπίδα στα καράβια που κινδυνεύουνε και για μας σβύνει για πάντα, βουτώντας στην απογοήτεψι τους κινδυνεύοντας, έτσι και σύ με το μεγαλόπρεπο και επιβλητικό παρουσιαστικό σου, εφώτισες επί σειράν αιώνων τα κοινωνικά ναυάγια και τώρα έπαυσες. Έσβυσες για πάντα. Η πόρτες σου κλείστηκαν για να μην ανοίξουν πειά ποτέ. Το χωριό μας λυπούμενο κατάκαρδα για το χαμό ενός τέτοιου αρχοντικού σπητιού αφίνει να κυλίση από τα μάτια του ένα δάκρυ για δείγμα συμπαθείας προς όλα τα χαμένα. «Στενιώτης»
Εφημερίδα «Ανδριώτης», φ.69, 4/2/1928 |
''Έθιμα που σβύνουν'', στην πασχαλιάτικη Άνδρο,
όπως τα κατέγραψε ο Δημήτρης Πασχάλης το Φεβρουάριο του 1936.
Κάποια έχουν χαθεί, ακόμη και από τα ακούσματά μας.
Αντιθέτως άλλα, όπως τα μάσκουλα, παραμένουν ζωντανά ειδικά στις Στενιές!
Προ κορωνοϊού φυσικά, γιατί τούτο το Πάσχα του 2020, είναι αλλιώτικο από τ' άλλα...
Πώς πήρε το όνομά της η Βουρκωτή, ή η Κατάκοιλος; Γιατί η ανύπαντρη κοπέλα λεγόταν και "άμοιρη"; Τι ήταν η "απλωχεριά", οι "ζάρες" και το "ροΐ"; Λέξεις λίγο - πολύ γνωστές στην ανδριακή κοινωνία, "Παραστατικαί λέξεις της ανδριακής διαλέκτου" σύμφωνα με το άρθρο της εφημερίδας "ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ" (φύλλο 485) της 19ης Δεκεμβρίου 1936. Λιγοστές, αφού όπως αναφέρει και ο συντάκτης του άρθρου, τα στενά όρια του σημειώματος τον υποχρέωσαν να αρκεστεί σ' αυτές μόνον, ενδεικτικές όμως και πολύ ενδιαφέρουσες. Για να γνωρίσουμε αυτά, που κάποτε εντάσσονταν στην καθημερινότητα του τόπου μας. |
Το θέμα του σημειώματος τούτου εκφεύγει ασφαλώς την αρμοδιότητα του γράφοντος. Διότι ούτε με την γλωσσολογικήν, αλλ’ ούτε και με την λαογραφικήν επιστήμην έχει ούτος οιανδήποτε σχέσιν. Νομίζει, εν τούτοις, ότι θα ηδύνατο παραμερίζων την επ’ αυτών επιστημονικήν έρευναν, ν’ αναφέρη μερικάς μόνον λέξεις από τας τόσον ωραίας και προ πάντων τα΄σον παραστατικάς που έτυχε ν’ ακούση εις μίαν από τας νήσους των Κυκλάδων, την Άνδρον. Και εν πρώτοις ένα από τα χωρία της νήσου ταύτης λέγεται Β ο υ ρ κ ω τ ή, διότι είνε κτισμένον εις το υψηλότερον μέρος της πλαγιάς ενός βουνού, η κορυφή του οποίου είνε συνήθως νεφοσκεπής – βουρκωμένη. Ένα άλλο χωριό, κτισμένο εις κοίλωμα περιστρεφόμενον γύρω γύρω από υψώματα, λέγεται Κ α τ ά κ ο ι λ ο ς. Μία πηγή από τους δύο κρουνούς της οποίας τρέχει αστείρευτον και δροσερώτατον νερό, λέγεται Α κ ο ή. Οι επιστήμονες φρονούν, ότι το όνομα αυτής επεκράτησεν από της εποχής της Βενετοκρατίας και έχει σχέσιν με την ιταλικήν λέξιν Aqua (νερό). Και πιθανώτατα έχουν δίκαιον. Αλλά μήπως έχουν άδικον οι συνδυάζοντες την ονομασίαν της πηγής αυτής με το κελάρισμα του αενάως ρέοντος εξ αυτής ύδατος; Δ ι π ο τ ά μ α τ α λέγεται τοποθεσία ευρισκομένη εις την συμβολήν δύο χειμάρρων. Π α ν α γ ί α η Κ α τ α σ υ ρ τ ή είνε μία εκκλησία κτισμένη μαζί με τον παρ’ αυτήν ομώνυμον συνοικισμόν εις την πλαγιάν ενός βουνού, τόσον επικλινή, ώστε να έχη κανείς την εντύπωσιν, ότι κυριολεκτικώς εσύρθη εξ υψηλοτέρας θέσεως διά να σταθή εις το σημείον που ευρίσκεται. Εις τας Αθήνας και εις τα περισσότερα μέρη λέγουν άσπρισμα του σπιτιού και εννοούν το βάψιμο των τοίχων του με γαλάκτωμα ασβέστου. Εκεί το άσπρισμα λέγεται γ α λ ά κ τ ι σ μ α και το ασπρίζω γ α λ α κ τ ί ζ ω ίσως και διότι τα περισσότερα σπίτια και ιδίως τα χωρικά, ασπρίζονται κατά κανόνα σχεδόν γενικόν με του γάλακτος το χρώμα και μάλιστα δύο ή και περισσοτέρας φοράς τον χρόνον. |
Την γεροντοκόρην την λέγουν και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ά ν, όπως και γ ε ρ ο ν τ ο ν ι ό ν το γεροντοπαλλήκαρο. Παλαιότερα όμως αι γυναίκες που έμεναν ανύπανδρες ελέγοντο ά μ ο ι- ρ ε ς. Ειδικώτερον μάλιστα ά μ ο ι ρ ε ς ελέγοντο τα θύματα σκληρού εθίμου ισχύοντος άλλοτε μεταξύ των «αρχόντων» της νήσου αυτής, καθ’ ό η πατρική περιουσία διά νά μη κατατμηθή εις πολλά –και κατά φυσικόν λόγον μικρά- μερίδια περιήρχετο κατά το μέγιστον μέρος εις τον πρωτότοκον υιόν και κατά το υπόλοιπον ως προίξ εις την πρωτότοκον θυγατέρα.
Και τα μεν λοιπά άρρενα τέκνα ετρέποντο διά τούτου εις ανεύρεσιν εργασίας, εκ της οποίας πολλάκις υπερέβαλον εις πλούτη τον πρωτότοκον αδελφόν, ο οποίος μη εργαζόμενος έζη εν τω μεταξύ εκ της πατρικής κληρονομίας. Τα δε κορίτσια εάν δεν περιεβάλλοντο το μοναχικόν σχήμα, έζων μετά του υπάνδρου αδελφού ή αδελφής ως άμοιρες (ούτω λεγόμεναι, διότι δεν έλαβον μοίραν –μερίδιον- εκ της πατρικής περιουσίας). Από των μέσων Οκτωβρίου μέχρι των αρχών Νοεμβρίου εις την Άνδρον γίνονται τα «χοιροσφάγια». Σφάζονται δηλαδή οι χοίροι με το κρέας και το λίπος των οποίων αι περισσότεραι οικογένειαι θα κάμουν την «σοδειά» των εις χοιρινά δι’ όλον τον χρόνον. Τα χοιροσφάγια προσλαμβάνουν διά κάθε σπίτι χαρακτήρα σωστής πανηγύρεως. Η κάθε δε νοικοκυρά η οποία θα έχη χοιροσφάγια, θα στείλη εις τα συγγενικά και φιλικά της σπίτια «πεσκέσι» αποτελούμενον από εκλεκτά τεμάχια χοιρείου κρέατος. Το «πεσκέσι» αυτό λέγεται «απλοχεριά». Το χονδρόν πανί, το οποίον βάζουν προφυλακτικώς επί των ώμων διά να τοποθετήσουν επ’ αυτού την στάμναν, με την οποίαν μεταφέρουν από την βρύσιν νερό, λέγεται π ι ν ώ μ ι (επινώμιον). Εκτός των πίθων, τους οποίους χρησιμοποιούν διά την αποθήκευσιν του λαδιού –και οι οποίοι λέγονται ειδικώς «ζάρες», υπάρχουν και μικρά δοχεία τα οποία εκτός του κεντρικού στομίου διά τον γέμισμά των, φέρουν εν ή καμμιά φορά και δύο εκ του μέσου υψούμενα σωληνωτά στόμια. Το δοχείον λέγεται ρ ο ΐ (το) διότι εκ των σωληνωτών στομίων ρέει το λάδι, το οποίον θα χρησιμοποιήση η νοικοκυρά εις το φαγητόν της. Α μ μ ο δ ύ τ η ς είναι το αλλαχού αστρίτης ονομαζόμενον φίδι και αυτό διότι έχει την συνήθειαν να καταδύεται εις την άμμον των παραλιών και αναδύεται εξ αυτής. Υπό το αυτό ακριβώς όνομα ήτο γνωστόν το φίδι, αυτό και εις τους αρχαίους. Θα ηδύνατο κανείς να αναφέρη και πλείστας άλλας λέξεις παραμοίας παραστατικότητας εκ των χρησιμοποιουμένων εις την Άνδρον, εάν τα στενά όρια του παρόντος σημειώματος δεν υπεχρέουν τον γράφοντα να αρκεσθή εις τα ανωτέρω. |
Μέσα από τον τοπικό προπολεμικό Τύπο
Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΜΟΣ
ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ''ΘΕΟΣΚΕΠΑΣΤΟΥ'' ΕΝ ΑΝΔΡΩ
Εφημερίδα ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ (φ. 28), 16 Απριλίου 1927
|
ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ, ΚΑΛΟΤΥΧΟ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟ 2015
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας "Ανδριώτης" την πρωτοχρονιά του 1928.
Από το αρχείο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης.